Ο προκλητικός τίτλος του πάνελ που άνοιξε την πρόσφατη φιλόδοξα επονομαζόμενη Παγκόσμια Κυβερνητική Σύνοδο Κορυφής στο Ντουμπάι, διατυπώθηκε για να υποδηλώσει ότι αναδύεται μια νέα παγκόσμια τάξη πραγμάτων – και ο κόσμος δεν είναι έτοιμος γι’ αυτήν.
Έχουν πληθύνει τα δημοσιεύματα σχετικά με το ποιος θα διαμορφώσει την παγκόσμια τάξη του μέλλοντος, από τότε που ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν προχώρησε στην εισβολή στην Ουκρανία στις 24 Φεβρουαρίου, την πιο δολοφονική που έχει υποστεί η Ευρώπη από το 1939.
Το δελεαστικό συμπέρασμα: εάν η Ουκρανία επιβιώσει ως ανεξάρτητη, κυρίαρχη και δημοκρατική χώρα, οι υποστηριζόμενες από τις ΗΠΑ και την Ευρώπη δυνάμεις θα ανακτήσουν τη δυναμική τους έναντι των προηγουμένως ανερχόμενων ρωσοκινεζικών δυνάμεων του αυταρχισμού, της καταπίεσης και (τουλάχιστον στην περίπτωση του Πούτιν) του κακού.
Αυτά μοιάζουν καλά νέα, αλλά υπάρχει και αρνητική πλευρά.
«Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και μια σειρά περιορισμών στην Κίνα που σχετίζονται με την COVID-19 δεν φαίνονται, επιφανειακά, να έχουν πολλά κοινά», γράφει ο συνεργάτης του Ατλαντικού Συμβουλίου Μάικλ Σούμαν στο «The Atlantic» (έκδοση που δεν σχετίζεται με το Συμβούλιο). «Ωστόσο, και τα δύο επιταχύνουν την αλλαγή που οδηγεί τον κόσμο σε επικίνδυνη κατεύθυνση, χωρίζοντάς τον σε δύο ημισφαίρια, το ένα με επίκεντρο την Ουάσιγκτον και το άλλο το Πεκίνο».
Οι συζητήσεις µου στο Ντουμπάι –στην Παγκόσμια Κυβερνητική Σύνοδο Κορυφής και στο Παγκόσμιο Ενεργειακό Φόρουμ του Ατλαντικού Συμβουλίου– μαρτυρούν ελάχιστο ενθουσιασμό ή βεβαιότητα σχετικά με αυτό το διχοτομημένο όραμα όσον αφορά το μέλλον. Οι συμμετέχοντες από τη Μέση Ανατολή δεν ενδιαφέρονται να διακόψουν τις σχέσεις τους με την Κίνα, που είναι ο κύριος εμπορικός εταίρος της Σαουδικής Αραβίας και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, ή να έρθουν σε ρήξη με τη Ρωσία, η οποία εδραιώθηκε ως υπολογίσιμη δύναμη όταν έσωσε τον Σύρο πρόεδρο Μπασάρ αλ Ασαντ χάρη στη στρατιωτική επέμβασή της στον πόλεμό του.
Πέρα από αυτό, οι εταίροι μας στη Μέση Ανατολή έχουν χάσει την εμπιστοσύνη τους στη δέσμευση της Αμερικής ή στην ικανότητά της για παγκόσμια ηγεσία μετά την αποτυχία της αποχώρησης από το Αφγανιστάν πέρυσι. Αντιμετωπίζουν επίσης αλυσιδωτές επιπτώσεις από μια κυβέρνηση Τραμπ, που διέλυσε την πυρηνική συμφωνία με το Ιράν, και από μια κυβέρνηση Μπάιντεν, που αισθάνονται ότι την επιδιώκει χωρίς να λαμβάνει επαρκώς υπόψη την επιθετικότητα της Τεχεράνης στην περιοχή.
Στα πολλά ταξίδια μου στη Μέση Ανατολή όλα αυτά τα χρόνια, δεν έχω ξανασυναντήσει τέτοιο βαθμό απογοήτευσης από κυβερνητικούς αξιωματούχους της Μέσης Ανατολής για τους Αμερικανούς υπευθύνους χάραξης πολιτικής.
Ωστόσο, παρακολουθούν τα γεγονότα στην Ουκρανία με πάθος, διότι μια ουκρανική νίκη –με μια ισχυρή, ενωμένη Δύση πίσω της– θα επέβαλλε μια επανεξέταση της δέσμευσης και της ικανότητας των ΗΠΑ και θα άλλαζε την τροχιά της φθίνουσας διατλαντικής επιρροής και σημασίας. Αντίθετα, μια νίκη του Πούτιν –ακόμη και με τεράστιο κόστος τόσο για τους Ρώσους όσο και για τους Ουκρανούς– θα επιτάχυνε την παρακμή της Δύσης ως αποτελεσματικού παγκόσμιου παράγοντα.
Η δική µου απάντηση στην ερώτηση του πάνελ σχετικά με την ετοιμότητά μας απέναντι στη «νέα τάξη πραγμάτων» ήταν να παραθέσω μία φράση του Χένρι Κίσινγκερ (ποιου άλλου;) διερωτώμενος για την παραδοχή αυτή. «Δεν έχει υπάρξει ποτέ καμία πραγματικά παγκόσμια τάξη», έγραψε ο Κίσινγκερ στο βιβλίο του «Παγκόσμια τάξη». «Αυτό που σήμερα αποκαλείται τάξη επινοήθηκε στη Δυτική Ευρώπη πριν από σχεδόν τέσσερις αιώνες, σε μια ειρηνευτική διάσκεψη στη γερμανική περιοχή της Βεστφαλίας, η οποία διεξήχθη χωρίς τη συμμετοχή ή, έστω, την ενημέρωση των περισσότερων άλλων ηπείρων ή πολιτισμών». Κατά τη διάρκεια των επόμενων αιώνων, η απήχησή της εξαπλώθηκε.
Με αυτό ως πλαίσιο, το ερώτημα δεν είναι ποια θα είναι η νέα παγκόσμια τάξη πραγμάτων, αλλά περισσότερο αν οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους μπορούν μέσω της Ουκρανίας να αντιστρέψουν τη φθορά των κεκτημένων του περασμένου αιώνα, ως ένα πρώτο βήμα προς την εγκαθίδρυση της πρώτης πραγματικά «παγκόσμιας» τάξης πραγμάτων.
Ο πρώην σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας των ΗΠΑ Στίβεν Χάντλεϊ μου είπε ότι η προσπάθεια αυτή ήταν η τέταρτη απόπειρα προς την κατεύθυνση της διεθνούς τάξης τον περασμένο αιώνα.
Η πρώτη προσπάθεια, μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, μέσω της Συνθήκης των Βερσαλλιών και της Κοινωνίας των Εθνών, απέτυχε δραματικά. Αντ’ αυτού, ο κόσμος απέκτησε τον ευρωπαϊκό φασισμό, τον απομονωτισμό των ΗΠΑ, μια παγκόσμια οικονομική κρίση και εκατομμύρια νεκρούς από το Ολοκαύτωμα και τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι ΗΠΑ και οι εταίροι τους σημείωσαν σαφώς μεγαλύτερη επιτυχία, οικοδομώντας αυτό που ονομάστηκε «φιλελεύθερη διεθνής τάξη», μέσω του σχεδίου Μάρσαλ και νέων πολυμερών θεσμών όπως τα Ηνωμένα Εθνη, η Παγκόσμια Τράπεζα και το ΔΝΤ, το ΝΑΤΟ, η Ευρωπαϊκή Ενωση και άλλα.
Η τρίτη προσπάθεια ήρθε μετά τον θρίαμβο της Δύσης στον Ψυχρό Πόλεμο. Οι ευρωπαϊκές δημοκρατίες αναδύθηκαν ή αποκαταστάθηκαν, το ΝΑΤΟ διευρύνθηκε, η Ευρωπαϊκή Ενωση επεκτάθηκε και φάνηκε για ένα διάστημα ότι οι κανόνες, οι πρακτικές και οι θεσμοί που αναπτύχθηκαν στη Δύση μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, θα μπορούσαν να απορροφήσουν και να κατευθύνουν μια διευρυμένη διεθνή τάξη. Η Κίνα ωφελήθηκε από αυτή την τάξη και την ασπάστηκε για ένα διάστημα.
Αυτό που έχει φθαρεί εδώ και μερικά χρόνια είναι η δέσμευση των ηγετών των ΗΠΑ να υπερασπιστούν, να διατηρήσουν και να προωθήσουν αυτήν τη διευρυμένη διεθνή τάξη – αυτό που ο Κίσινγκερ αποκάλεσε «μια αμείλικτα επεκτεινόμενη συνεργατική τάξη κρατών που τηρούν κοινούς κανόνες και πρότυπα, υιοθετούν φιλελεύθερα οικονομικά συστήματα, αποποιούνται εδαφικές κατακτήσεις, σέβονται την εθνική κυριαρχία και υιοθετούν συμμετοχικά και δημοκρατικά συστήματα διακυβέρνησης».
Η αμερικανική ηγεσία σε θέματα εξωτερικής πολιτικής σπάνια ήταν συνεπής, όμως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και μέχρι το τέλος του Ψυχρού Πολέμου υπήρξε αξιοσημείωτα συνεπής. Εκτοτε, οι ασυνέπειες αυξήθηκαν, γεγονός που υπογραμμίζεται από την «ηγεσία από τα μετόπισθεν» του πρώην προέδρου Μπαράκ Ομπάμα και το «πρώτα η Αμερική» του τέως προέδρου Ντόναλντ Τραμπ.
Και οι δύο, με τον τρόπο τους, σήμαναν υποχώρηση από τον πρώην πρόεδρο Χάρι Τρούμαν και την αρχιτεκτονική μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και την παγκόσμια ηγεσία των ΗΠΑ που ο ίδιος καθιέρωσε και ασπάστηκε.
Στη Μέση Ανατολή, χώρες όπως η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, που κάποτε ήταν οι πιο στενοί μας σύμμαχοι, τώρα αντισταθμίζουν το ρίσκο τους. Πέρα από τις διαφωνίες για το Ιράν, η αποτυχία του τέως προέδρου Τραμπ να αποδεχθεί την εκλογική του ήττα εγείρει αμφιβολίες στους φίλους μας για την ανθεκτικότητα του αμερικανικού πολιτικού συστήματος και τη συνέπεια της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής.
Εκτός αυτού, οι φίλοι μας στη Μέση Ανατολή δυσανασχετούν με τον χαρακτηρισμό της κυβέρνησης Μπάιντεν για τον αναδυόμενο παγκόσμιο ανταγωνισμό ως έναν ανταγωνισμό μεταξύ δημοκρατίας και αυταρχισμού.
«Κάθε δημοκρατική προσπάθεια στον αραβικό κόσμο έχει μετατραπεί σε ιδεολογική ή φυλετική, οπότε δεν είμαι σίγουρος ότι είναι κάτι που μπορούμε να επεξεργαστούμε με επιτυχία», δήλωσε ο Ανουάρ Γκαργκάς, διπλωματικός σύμβουλος του προέδρου των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, στην Παγκόσμια Κυβερνητική Σύνοδο Κορυφής. Θεωρεί ότι τα ζητήματα μεταξύ δημοκρατίας και αυταρχισμού δεν είναι δυαδικά, αλλά είναι ζητήματα διακυβέρνησης και ότι η λύση είναι «κάπου στη μέση».
Η απόφαση του προέδρου Τζο Μπάιντεν να αποδεσμεύσει 180 εκατομμύρια βαρέλια αργού από το στρατηγικό απόθεμα πετρελαίου των ΗΠΑ, ήταν η αναγνώριση ότι οι παραδοσιακοί πετρελαιοπαραγωγοί εταίροι της Αμερικής δεν είναι διατεθειμένοι να τον βοηθήσουν. Η απόφαση ήρθε λίγες ώρες αφότου ο ΟΠΕΚ αγνόησε τις εκκλήσεις δυτικών πολιτικών για ταχύτερη άντληση πετρελαίου – και για αντίσταση σε κάθε πρόταση να απομακρυνθεί η Ρωσία από τον οργανισμό.
Εν τω μεταξύ, ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ επισκέφθηκε το Νέο Δελχί αυτή την εβδομάδα για να ευχαριστήσει την Ινδία για την άρνησή της να συμμετάσχει στις κυρώσεις κατά της Ρωσίας, μια προσέγγιση που συμμερίζονται η Βραζιλία, το Μεξικό, το Ισραήλ και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Ο Λαβρόφ δήλωσε: «Θα είμαστε έτοιμοι να προμηθεύσουμε την Ινδία με οποιαδήποτε αγαθά θέλει να αγοράσει».
Για να διαμορφώσουν τη μελλοντική παγκόσμια τάξη, οι ΗΠΑ και η Ευρώπη πρέπει πρώτα να αντιστρέψουν την πορεία της δυτικής και δημοκρατικής παρακμής στην Ουκρανία.
Τα υπόλοιπα θα πρέπει να ακολουθήσουν.
* Ο κ. Φρέντερικ Κέμπε είναι πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος του Ατλαντικού Συμβουλίου.