Γράφει η Βίβιαν Στεργίου
Μήπως οι χοντροί αθλούνται στα κρυφά και το «γυναικείο» ποδόσφαιρο είναι σκέτο ποδόσφαιρο;
Το ξέρατε ότι είχε παγκόσμιο τουρνουά ποδοσφαίρου γυναικών; Ούτε εγώ. Δηλαδή το ήξερα, αλλά δεν το παρακολούθησα. Παρόλο που αγαπώ το γυναικείο ποδόσφαιρο το οποίο στην περίπτωσή μου είναι απλώς ποδόσφαιρο. Αλήθεια, για τους άνδρες λέμε ανδρικό ποδόσφαιρο ή λέμε σκέτο ποδόσφαιρο;
Χαζεύω λίγο την ομάδα της Ισπανίας. Κορυφαίες αθλήτριες μού είναι όλες άγνωστες. Μ’ αυτά τα σώματα θα μπορούσαν να κερδίζουν περισσότερα ως μοντέλα υποθέτω. Κι όμως αγαπούν την μπάλα.
Τα βράδια που τρέχω στην Αθήνα, αργά και χωρίς αξιώσεις, στις μπασκέτες και τα ανοίγματα των πολυκατοικιών, στα οργανωμένα ή αυτοσχέδια γήπεδα ποδοσφαίρου παίζουν κυρίως αγόρια. Τα κορίτσια κουτσοπαίζουν κανένα βόλεϊ ή χαζεύουν γερμένες στα πεζούλια. Τ’ αγόρια βάζουν τα δυνατά τους να τις εντυπωσιάσουν, πετούν τις μπλούζες τους ψηλά, βρίζουν, φτύνουν, προσποιούνται τραυματισμούς. Τα μικρά κορίτσια φαίνονται κουλ με το σώμα τους. Φοράνε αυτά τα ακριβά αθλητικά σουτιέν και έχουν τις κοιλιές τους έξω. Οι περισσότερες δεν έχουν κοιλιά. Πού αθλούνται; Σίγουρα όχι στην μπασκέτα όπου διδάσκονται να κοιτάζουν, να περιμένουν και να δικαιώνουν παθητικά τη συμπαθητική υπερπροσπάθεια μέσα απ’ το βλέμμα τους, σαν μικρές μαμάδες που λούζουν στοργή και αποδοχή συνομηλίκους τους.
Όταν ήμουν μικρή έπαιζα λίγο ποδόσφαιρο. Ακόμη όταν περνώ από κάποιο γήπεδο μυρίζω το χορτάρι και ξεσηκώνομαι. Ακόμη και τώρα αυτές οι λευκές γραμμές που οριοθετούν το πεδίο της κούρασης και τού ανταγωνισμού, της ενεργητικής στάσης και της αναμονής, μού φαίνονται αδιαπέραστες. Παίζαμε ποδόσφαιρο μόνον εάν έμενε καιρός κι αφότου θα είχαν παίξει καλά καλά τ’ αγόρια όλη μέρα. Μερικές που ήμασταν καλές παίζαμε μπάλα και με τ’ αγόρια. Μάς παίζανε δηλαδή. Ένιωθα πως περνούσα ένα περίεργο όριο κάθε φορά που εισχωρούσα στον βαθύ, πράσινο κόσμο του γηπέδου των αγοριών. Ένιωθα πως είχα κάποιου είδους γνώση και κατανόηση και τον σεβασμό τους, κάτι που δεν θα μπορούσα να κερδίσω από την παρατήρησή τους ή από το φλερτ του πάγκου- δεν το ‘χα.
Πριν από καιρό είχα πιάσει κουβέντα με μια νέα γυναίκα που σηκώνει βάρη. Είχα ζηλέψει τα χέρια της και την είχα ρωτήσει τι γυμναστική κάνει. Μού εξήγησε για τη διείσδυση της στη γωνία των ανδρών στο γυμναστήριο. Για το πώς σηκώνουν και φωνάζουν και κάνουν τους μάγκες και για το πώς διεκδίκησε το χώρο της, μια μικροκαμωμένη κοπέλα, απολύτως φυτό, με ελιτίστικες σπουδές και δέκα χρόνια διάβασμα στην πλάτη της, να σηκώνει τα βάρη που σηκώνουν κι αυτοί. Είναι κάποιου είδους εσωτερική ενδυνάμωση. Μια ανατροπή στην πλοκή.
Σοκαριστικά αντιδημοφιλής
Στη χώρα μας, ο πρωταθλητισμός των γυναικών είναι σοκαριστικά αντιδημοφιλής. Ξέρουμε απ’ έξω κι ανακατωτά τι παίζει στις ομάδες μπάσκετ των ανδρών. Όλες/όλοι μπορούμε να πούμε δύο επαγγελματίες ποδοσφαιριστές, κάποια τουρνουά. Στις γυναίκες κυριαρχεί ένα γενικό ξενέρωμα. Η φάση είναι κορίτσια κότες. Ένα προβληματικό σχολικό προαύλιο που το ‘χουμε δεχθεί κι εκτός σχολείου. Από ‘δω τ’ αγόρια, υπερκούλ, ημίγυμνα, κυλιούνται, χτυπιούνται, φωνάζουν και μετά κάνουν ντουζ. Από ‘κει τα κορίτσια με δεκαοκτώ έτη θητείας στην ιδέα πως η αυτοπεποίθηση χτίζεται όταν ξυπνάς το πρωί και λες στον καθρέφτη σου όμορφα λόγια ή αν κόψεις το φαγητό. Και τ’ ανάποδο, πιέσεις στ’ αγόρια να κλωτσήσουν την μπάλα. Κι άμα το αγόρι θέλει να γραφτεί χορό;
Σκέφτομαι πως ήδη θα έπρεπε να έχουμε ξεμπερδέψει με όλ’ αυτά τα πράγματα που καθώς τα γράφω ήδη τα θεωρώ ξεπερασμένα και μετά διανύω μια διαδρομή: ο κόσμος στο κεφάλι μου δεν είναι ο κόσμος γύρω μου. Σκέφτομαι όλες τις φίλες μου που κάνουν κρόσφιτ, σηκώνουν βάρη, πάνε πολεμικές τέχνες και γενικώς το ‘χουν στο πεδίο της σωματικής υπεροχής, μπαίνουν σ’ έναν χώρο και τον καταλαμβάνουν μ’ έναν τρόπο. Έχουμε ελπίδες. Από την άλλη, σκέφτομαι κάτι αδιανόητα δημοφιλείς αθλήτριες, όπως η Courtney Dauwalter, μια ταπεινή δρομέας που δεν σού γεμίζει καθόλου το μάτι και που αλλάζει τη μόδα στο τρέξιμο: φοράει κάτι καγκούρικα γυαλιά, μακριά ανδρικά σορτς απ’ αυτά που θα ‘βαζες για να πλύνεις το αμάξι, πολύχρωμες κάλτσες και ό,τι να ‘ναι μπλουζάκια. Μ αυτήν την αμφίεση τρέχει και κερδίζει στους μαραθώνιους που ξεπερνούν τα 42 χιλιόμετρα (παλιότερα έκανε τη δασκάλα). Οι συνεντεύξεις της είναι ό,τι πιο ταπεινό μπορεί ν’ ακούσει κανείς από το στόμα κορυφαίου αθλητή (υποθέτω το να γκρεμοτσακίζεσαι σε καθημερινή βάση και να ‘χεις μόνιμη ηλίαση φέρνει μία επίγνωση των ορίων), όμως το θέμα είναι αλλού: αν δεν ήξερα αγγλικά, δεν θα την ήξερα.
Στη χώρα μας ακόμη και οι ειδήσεις του μουντιάλ- λάθος: του μουντιάλ των γυναικών- απασχολούν άμα γίνει καμία στραβή και ερωτηθεί καμία γυναίκα κάτι σεξιστικό ή ομοφοβικό. Ακούμε για τις γυναίκες στον πρωταθλητισμό αν αυτές κακοποιηθούν ή πάρουν κανένα μετάλλιο, ιδανικά στους ολυμπιακούς. Θα ήθελα ν’ ακούω γι αυτά, αλλά θα ήθελα να ξέρω και τα γκολ, τα σουτ, τις πάσες και τις προπονήσεις τους, για τη διατροφή τους, το ντύσιμο τους και τις στερήσεις τους. Θα ήθελα να ήταν απολύτως κανονικό να πληροφορούμαι αυτό το πράγμα κάθε μέρα ή να διαλέγω να το προσπεράσω όπως προσπερνώ καθημερινά τις στήλες με τ’ αθλητικά.
Εντωμεταξύ, τα ρούχα γίνονται όλο και τελειότερα. Κι αυτό είναι μια κατάκτηση, τουλάχιστον για τις προνομιούχες δυτικές. Τώρα παίζουν και τις πιο χοντρές. Σχεδιάζονται πράγματα και καμπάνιες πάνω στην ιδέα ενός αληθινού γυναικείου σώματος που αθλείται. Για χρόνια είχα την απορία πώς θα θελήσει ένας άνθρωπος πραγματικά να χάσει κιλά όταν όλη η βιομηχανία προώθησης αθλητικών ρούχων και υπηρεσιών τον φτύνει στα μούτρα, ενώ παράλληλα τον προσκαλεί, έμμεσα και επιθετικά μέσα από την απόρριψη και τη σαγήνη (βλ. διαφημίσεις πριν- μετά) να συμμετάσχει στον αθλητισμό, με αυτολύπηση, αυτοαπέχθεια και- αν γίνεται- γνήσιο υπαρξιακό άγχος.
Αναρωτιέμαι γιατί οι υπέρβαροι δεν αθλούνται στον δημόσιο χώρο. Όσοι τρέχουν έξω ή παίζουν μπάσκετ ή ποδόσφαιρο στους δωρεάν χώρους είναι ήδη κάπως. Όχι τίποτα κορμιά, αλλά όχι και τίποτα «χοντροί». Είναι σαν η προσπάθεια των χοντρών να χάσουν βάρος να έχει ναρκοθετηθεί με μικρές ή μεγάλες επιβαρύνσεις. Πρέπει να πληρώσεις τη μοναχική γυμναστική, συναισθηματικά και σε χρήμα, αφού το γήπεδο, η μπασκέτα, η πιάτσα για σανίδα δεν είναι για σένα. Όλο αυτό είναι κάπως θλιβερό και υποκριτικό: από τη μία η κοινωνία εξακολουθεί να θέτει ψηλά στην ιεραρχία αυτούς κι αυτές που έχουν καλή εμφάνιση. Από την άλλη, υποκρίνεται πως δεν το κάνει, αρνείται τις ίδιες της τις ιεραρχήσεις. Στην τελική σε καλεί να μην είσαι «χοντρός», ενώ ταυτόχρονα δεν σού δίνει τα (φθηνά) μέσα, για να το πετύχεις. Το πάρκο είναι για τους ήδη κάπως γυμνασμένους. Ο δρόμος το ίδιο. Οι μπασκέτες για τα γυμνασμένα αγόρια. Τα μέρη για skate και φιγούρες για όσους μπορούν να πετάξουν ανέμελα την μπλούζα και να επιδείξουν την πλάτη τους. Ξέρω γιατί οι χοντροί δεν αθλούνται άνετα δημοσίως. Γιατί δεν απολαμβάνουν την κίνηση του σώματός τους, τους μύες τους, τον φρέσκο αέρα. Αλλά και γιατί νιώθουν πως δεν ανήκουν εκεί, πως κάτι κάνουν λάθος, πως όποιος τους κοιτάζει τους κρίνει ή τους αγνοεί καταβάλοντας λίγη παραπάνω προσπάθεια.
Στο τρέξιμο, ένα βαθύτατα δημοκρατικό άθλημα του δημόσιου χώρου, χωρίς εξοπλισμό και χωρίς πολλές απαιτήσεις, είναι της μόδας η αργοπορία. Το να τρέχεις αργά. Το αργό τρέξιμο είναι κάπως σαν πολίτικαλ κορέκτ τρέξιμο. Δεν προσβάλλει τους ανθρώπους για το πάχος τους. Δεν υπονοεί πως το φαγητό είναι κάποιου είδους ήττα/αμαρτία/χοντροκοπιά. Δεν σε κοπανάει κάτω ώσπου να αποθαρρυνθείς και να τα παρατήσεις. Το αργό τρέξιμο παίζει με τη σημασία των προτύπων και ως μόδα- τάση παραδέχεται λίγο πολύ το εξής. Αν όλες οι εικόνες με δρομείς είναι αυτές οι φιλτραρισμένες απεικονίσεις υποσιτισμένων στεγνών πλούσιων που γελούν πάνω από ένα σμούθι, να το βράσω. Δεν υπάρχει ταύτιση. Αν δω έναν χοντρό να σέρνει το σαρκίο του δυσφορώντας και να εξηγεί πως πραγματικά αυτή η προσπάθεια να συνηθίσεις το τρέξιμο είναι απαίσια, αλλά μακροπρόθεσμα υπέροχη και μετά από μερικούς μήνες φανταστική, τότε μάλιστα.
Είναι μία πρόσκληση για αλλαγή
Οπότε η ιδέα με το αργό τρέξιμο είναι μία πρόσκληση για αλλαγή σε πολλά πεδία, αλλά το πρώτο πρώτο είναι η μάχη των εντυπώσεων και των αντικατοπτρισμών. Σε καλεί να δεις και σταδιακά να γίνεις ένα κανονικό σώμα ή ένα σώμα σε μετάβαση, ένας κανονικός άνθρωπος με φθηνά αθλητικά που σηκώνεται από τον καναπέ και πάει να βασανιστεί δημοσίως για λίγη υγεία. Είναι μια επανακατάληψη του δημόσιου χώρου που προορίζεται για αθλητισμό. Είναι μια απαλλαγή από το συναισθηματικό και οικονομικό βάρος του να γυμνάζεσαι στα κρυφά, να τρως στα κρυφά, να συναντάς το ίδιο σου το σώμα στα κρυφά. Και σταδιακά ανακαλύπτεις, εάν σού δοθεί αυτή η χάρη, ότι οι άνθρωποι με τα φωσφοριζέ ρούχα, τα ακριβά αθλητικά και το πόδι action man είναι κανονικοί άνθρωποι που δεν γεννήθηκαν έτσι.
Πόσο πιο ξεκούραστα θα μεγάλωναν όλοι, αν ο αθλητισμός ήταν γι αυτούς ένα πεδίο ανοιχτό, ένα γήπεδο για να ουρλιάξουν, να εξαντληθούν και να κλωτσήσουν μπάλες; Όμως δεν είναι έτσι. Αν, για παράδειγμα, θέλαμε να σταχυολογήσουμε απολύτως περιττές αγωνίες, δεν θα ‘πρεπε να βάλουμε πάνω πάνω την αγωνία να μην λερωθείς απ’ την περίοδο καθώς αθλείσαι; Κι όμως, πόσες το σκέφτονται όταν αθλούνται; και πόσα χρόνια; Από την εφηβεία μέχρι την εμμηνόπαυση. Κάθε μήνα.
Γενικώς οι σέλφις της ώρας της άθλησης, συνήθεια ακόμη και σοβαρών ανθρώπων υπό την επήρεια ενδορφινών, μού φέρνουν ανατριχίλες. Όμως, βρίσκω στην πράξη αυτή κάτι πολύ αληθινό, ειδικά όταν τις σέλφις τις ανεβάζουν κανονικοί άνθρωποι όχι εντελώς φιτ. Εκφράζουν τη γνήσια πρόθεσή τους να είναι κι αυτοί επιτέλους απροκάληπτα ρηχοί. Να χαρούν με το τίποτα. Με το ίδιο τους το σώμα που είναι ζωντανό. Σ’ έναν κόσμο που σού λέει να γίνεις φίτ, ενώ ταυτόχρονα αρνείται πως στο λέει, διαλέγεις σε πρώτη φάση να μην ντρέπεσαι.