Ο Αριστοτέλης ήταν ο πρώτος που χαρακτήρισε την πολιτική επιστήμη κατ’ εξοχήν «αρχιτεκτονική», καθ’ ότι αυτή οργανώνει και ιεραρχεί τις ανθρώπινες δραστηριότητες, χάριν της «ευδαιμονίας». Αν και με ποιο πεζή σημασία σήμερα, ο χαρακτηρισμός χρησιμοποιείται ευρέως όταν αποτιμάται θετικά η συνεισφορά ενός πολιτικού ηγέτη.
Μεγάλα διεθνή ΜΜΕ αποκάλεσαν τον Ζακ Ντελόρ «αρχιτέκτονα της ευρωπαϊκής ενότητας». Στα εβδομηκοστά γενέθλιά του, το 2012, η καγκελάριος Μέρκελ είχε προσφωνήσει τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε ως τον «αρχιτέκτονα της Γερμανικής ενότητας, της μετακίνησης της έδρας της κυβέρνησης [από τη Βόνη στο Βερολίνο], και της σταθερής Ευρωζώνης».
Η αρχιτεκτονική δεν είναι μια στενά τεχνική δραστηριότητα. Ο αρχιτέκτονας οραματίζεται, σχεδιάζει και οργανώνει το χώρο για να ανταποκριθεί σε ανθρώπινες ανάγκες. Τόσο ο Ντελόρ, πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (1985-1995), όσο και ο Σόιμπλε, πολυσχιδής πολιτικός και ευρύτερα γνωστός ως ο ισχυρός υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας (2009-2017), ήταν η επιτομή του αρχιτέκτονα πολιτικού. Οραματίστηκαν, οργάνωσαν και διοίκησαν θεσμούς που επηρέασαν καθοριστικά τη ζωή των Ευρωπαίων πολιτών.
Κεντροαριστερός ο Ντελόρ, κεντροδεξιός ο Σόιμπλε, ο καθένας φορέας των διακριτών πολιτικών παραδόσεων της χώρας του (Γαλλία και Γερμανία, αντιστοίχως), εξέφρασαν την ευρωπαϊκή πολιτική τάξη στις καλύτερες στιγμές της. Ήταν πολιτικοί με πεποιθήσεις, αξιακό υπόβαθρο, καθαρότητα λόγου, πραγματισμό και πάθος. Είχαν επίγνωση του ηγετικού ρόλου τους και συνείδηση των δυνατοτήτων δράσης που τον συνόδευε: ο ηγέτης καθοδηγεί, δεν άγεται. Εχει άποψη για τα κοινά, δεν διαχειρίζεται απλώς την καθημερινότητα. Διαμορφώνει δημόσιες πολιτικές, δεν παρατηρεί απλώς τον δημόσιο βίο. Τα οράματα ατροφούν αν δεν συνοδεύονται από πολιτικές συμμαχίες, τεχνοκρατική επάρκεια και μεθοδική εργασία.
Διανοητικό τέκνο του Μονέ, ο Ντελόρ δεν είδε το ρόλο του απλώς διαχειριστικά. Ως πρόεδρος της Επιτροπής, είχε τολμηρές απόψεις για το μέλλον της Ευρώπης, στο πνεύμα των θεμελιωτών της ευρωπαϊκής ιδέας. Θεωρούσε ότι η ενωμένη Ευρώπη, εκτός από ανταγωνιστική και υπολογίσιμη διεθνώς, πραγμάτωνε την αλληλεγγύη. Ο χριστιανικός καθολικισμός, όχι ο μαρξισμός, διαμόρφωσε το αξιακό του σύστημα.
Επι των ημερών του, η τότε δεκαμελής ΕΟΚ πρόσθεσε πέντε νέα μέλη. Κορυφαία επιτεύγματά του ήταν η ενιαία ευρωπαϊκή αγορά (1986) και, κατόπιν, η σημαντική Συνθήκη του Μάαστριχτ (1992), η οποία δημιούργησε την Ευρωπαϊκή Ένωση. Με τη Συνθήκη, η Ευρώπη έκανε άλμα στην ολοκλήρωσή της: αναδείχθηκε η έννοια του Ευρωπαίου πολίτη, τέθηκε το πλαίσιο για κοινή εξωτερική πολιτική, και δρομολογήθηκε η οικονομική και νομισματική ενοποίηση. Ήταν η επιτομή της θεσμικής αρχιτεκτονικής, με τον Ντελόρ architect-in-chief.
Αναπόφευκτα, μια διαδικασία οικονομικής ενοποίησης έχει πολιτική χροιά. Ο Ντελόρ δεν οραματιζόταν απλά μια ενιαία αγορά, όπως οι Βρετανοί συντηρητικοί, αλλά μια όλο και πιο πολιτικά ενοποιούμενη και, τελικά, ομοσπονδιακή Ευρώπη. Δεν το έκρυψε ποτέ: «Η εθνική κυριαρχία δεν σημαίνει πλέον πολλά», είπε. «Για να αντιμετωπίσουμε τις αμερικανικές και ιαπωνικές προκλήσεις πρέπει να γίνουμε υπερεθνικοί». Ο έντονος ευρωπαϊσμός του και η πολιτική συμπερίληψη που αξιακά τον συνοδεύει εξόργιζαν την κ. Θάτσερ και τις λαϊκιστικές Βρετανικές ταμπλόιντ.
Θυμάμαι ακόμα την περίφημη ομιλία του στο ετήσιο συνέδριο των Βρετανικών συνδικάτων, το 1988, με την οποία υποσχέθηκε ότι η Επιτροπή θα προωθούσε φιλεργατικές πολιτικές. Καταχειροκροτήθηκε. Εξόργισε, όμως, τη θατσερική δεξιά. Στην ιστορική ομιλία της στη Μπριζ, λίγο αργότερα, η Σιδηρά Κυρία καταφέρθηκε κατά του «ευρωπαϊκού υπερκράτους». Ο Ντελόρ παρέμεινε απτόητος. Έχοντας ζήσει τη φρίκη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, η ενωμένη Ευρώπη ήταν, γι αυτόν, πρωτίστως, «ηθική δύναμη».
Η οικονομική ενοποίηση της Ευρώπης είναι μακρά διαδικασία, γεμάτη, αναπόφευκτα, με ατέλειες και συμβιβασμούς. Ο Ντελόρ το γνώριζε. Τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης, είπε το 2011, είχαν κληθεί να «αποδεχθούν είτε μεγαλύτερη εκχώρηση κυριαρχίας, είτε να υπαχθούν σε πειθαρχία». Στο σχεδιασμό της Ευρωζώνης επέλεξαν το δεύτερο και κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα που η (α)πειθαρχία επιφέρει. Με την οξεία χρηματοοικονομική κρίση του 2008, έχοντας ως επίκεντρο την ελληνική κρίση χρέους, η ενότητα της Ευρωζώνης δοκιμάστηκε σκληρά. Ο Ευρωπαίος πολιτικός με καθοριστικό ρόλο στη διαχείρισή της ήταν ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε.
Πολιτικός με μακρά και επιφανή σταδιοδρομία, ο Σόιμπλε ήταν ο αρχιτέκτονας της ελπιδοφόρας πλην εν μέρει οδυνηρής γερμανικής ενοποίησης το 1989-90. Είδε από κοντά τα προβλήματα που προκάλεσε η ενοποίηση, αλλά, ως Γερμανός πατριώτης, ουδέποτε αμφέβαλλε για την αναγκαιότητά της. Αφοσιωμένος ευρωπαϊστής, ήθελε τη Γερμανία πρωταγωνίστρια σε μία οικονομικά ενωμένη Ευρώπη, υπό έναν σημαντικό όρο. Για να είναι λειτουργική, η νομισματική (και αργότερα δημοσιονομική) ένωση οφείλει να βασίζεται σε συμφωνημένους κανόνες, οι οποίοι, φυσικά, έπρεπε να τηρούνται. Σε αντίθεση με τον Ντελόρ, τα συντηρητικά του ένστικτα τον ωθούσαν να μην επιζητά ενεργά την πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης, την οποία θεωρούσε ότι θα επέρχονταν μόνο ως αντίδραση σε μεγάλη κρίση.
Η ακαμψία που θα επεδείκνυε ο Σόιμπλε έναντι της μνημονιακής Ελλάδας, ήταν ήδη ορατή και στην αντιμετώπιση της γερμανικής ενοποίησης. Θεωρούσε ότι τα προβλήματα ήταν αναπόφευκτα, πλην διαχειρίσιμα, καλώντας την Ανατολική Γερμανία να μην αυτοθυματοποιείται. Η εφαρμογή των κανόνων της Ευρωζώνης και των προγραμμάτων οικονομικής διάσωσης ήταν αυτονόητες αξίες.
Θεωρούσε ότι ήταν χρέος των κυβερνήσεων να είναι αποφασιστικές, στην υπηρεσία συλλογικών σκοπών. Απέρριπτε την κριτική περί σκληρότητας: «δεν είναι πείσμα», έλεγε. «Είναι η κατανόηση ότι οι δημοκρατικές πλειοψηφίες παίρνουν δυσάρεστες αποφάσεις όταν δεν υπάρχει ευκολότερη εναλλακτική». Σκεφτόταν τετράγωνα, χωρίς τις απαραίτητες λειάνσεις που επιβάλλει η τέχνη της πολιτικής. Αν και υπερηφανευόταν για τον πολιτικό νου του, είναι αμφίβολο αν διέθετε πάντοτε την απαραίτητη ευθυκρισία και ό,τι τη συνοδεύει –ενσυναίσθηση, διανοητική ευλυγισία, αντίληψη της μεγάλης εικόνας, αίσθηση αποχρώσεων.
Θεωρούσε τη θυσία ως το αναπόφευκτο τίμημα για την υλοποίηση φιλόδοξων στόχων, γι’ αυτό και δεν κατάλαβε ποτέ του πώς είναι δυνατόν μια χώρα, όπως η Ελλάδα, να αποδέχεται την παραμονή της στο ευρώ αλλά να απορρίπτει τις θυσίες που αυτή επιβάλλει. Η εμμονή του με κανόνες βασιζόταν σε προτεσταντικής εμπνεύσεως φιλοσοφία ζωής. Ζεις με τις συνέπειες των επιλογών σου. Θυσιάζεις κάτι για να κερδίσεις κάτι άλλο. Αντιμετωπίζεις τα προβλήματά σου χωρίς αυτολύπηση. Μετά την απόπειρα δολοφονίας του, το 1990, και την καθήλωσή του σε αναπηρικό αμαξίδιο, είπε στωικά: «δεν μπορώ να αλλάξω αυτό που συνέβη, αλλά όσο ζω, θα ζω».
Ντελόρ και Σόιμπλε υπογραμμίζουν την «αρχιτεκτονική» φύση τη πολιτικής. Οι πολιτικοί ηγέτες έχουν οράματα, σχεδιάζουν θεσμούς, οργανώνουν τον κοινό βίο. Οι διαφορετικές πολιτικές ιδεολογίες δίνουν ζωντάνια στη δημοκρατία και, στο μέτρο που είναι ορθολογικές, τέμνονται, δημιουργώντας κοινά πεδία αναφοράς. «Το ευρωπαϊκό οικονομικό μοντέλο πρέπει να βασίζεται σε τρεις αρχές», είχε πει ο Ντελόρ: «ανταγωνισμός που ερεθίζει, συνεργασία που ενδυναμώνει και αλληλεγγύη που ενώνει». Με αστερίσκους, και μια υποσημείωση για τη σημασία των κανόνων, θα συμφωνούσε, νομίζω, και ο Σόιμπλε. Αυτή είναι η δύναμη της ευρωπαϊκής πολιτικής κουλτούρας: και ενωμένοι και διαφορετικοί.
Ο κ. Χαρίδημος Τσούκας (www.htsoukas.com) είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και ερευνητής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Warwick.