Kathimerini.gr
Δώδεκα δημοσιογράφοι, μία Κροάτισσα, τρεις Πορτογάλοι, δύο Ρουμάνοι, ένας Ιταλός, ένας Πολωνός, δύο Ελληνίδες, μία Γαλλίδα κι ένας Δανός, επιβιβάζονται σε ένα βαν για να συμμετάσχουν σε ένα ταξιδιωτικό οδοιπορικό στα δυτικά Βαλκάνια, το οποίο ξεκινάει από το Μαυροβούνιο και καταλήγει στο Κόσοβο, διαμέσου βόρειας Αλβανίας. Οδηγός είναι ένας Βορειομακεδόνας και διοργανωτής η Ευρωπαϊκή Γενική Διεύθυνση Γειτονίας και Διαπραγματεύσεων για τη Διεύρυνση. Μιλάμε –με άλλα λόγια– για ένα οικογενειακό οδοιπορικό. Η μεγάλη ευρωπαϊκή οικογένεια συνεχίζει να υπάρχει, χωρίς βέβαια να είναι αυτό που ήταν κάποτε. Πλέον μοιάζει με οικογένεια από αυτές που βλέπεις σε ταινίες του Γούντι Άλεν, με μίση και πάθη, τα μέλη της οποίας, όταν κάθονται στο ίδιο τραπέζι, κριτικάρουν την κεφαλή ευθέως (βλ. αποτελέσματα τελευταίων ευρωεκλογών), αν και σπάνια φτάνουν στο σημείο να την απορρίψουν πλήρως (πλην της Βρετανίας).
Περιέργως, το συγκεκριμένο ταξίδι δεν προδίδει τα εσωτερικά προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα η Ευρώπη. Το αντίθετο: είναι μια αντανάκλαση του παλιού, καλύτερου εαυτού της, όταν η τάση ήταν να κατανοήσεις και όχι να είσαι καχύποπτος απέναντι στον έτερο Ευρωπαίο. Ενδιαφέρον έχει και η σύνθεση, καθώς, πλην του Δανού και της Γαλλίδας, όλοι οι υπόλοιποι ανήκουμε σε χώρες με ταραγμένο παρόν ή παρελθόν. Οι Πορτογάλοι, ο Ιταλός κι εμείς οι Ελληνίδες προερχόμαστε από τα κράτη των μνημονίων ή/και της οικονομικής κρίσης, ενώ οι Ρουμάνοι, ο Πολωνός και η Κροάτισσα βίωσαν, είτε ως παιδιά είτε ως νεαροί ενήλικες, τη βίαιη αλλαγή καθεστώτος στη χώρα τους. Αυτή η ετερόκλητη συντροφιά (που εκπροσωπεί μια πιο γήινη Ευρώπη, όχι ιδεατή ούτε αψεγάδιαστη, και γι’ αυτό πιο συμπαθητική) περιηγείται οδικώς σε τρεις βαλκανικές χώρες που είτε είναι υποψήφιες για να μπουν στην ΕΕ (Αλβανία, Μαυροβούνιο) είτε δυνάμει υποψήφιες (Κόσοβο).
Φαγητό, ο κοινός τόπος
Το οδοιπορικό ξεκινάει από την πρωτεύουσα του Μαυροβουνίου, Ποντγκόριτσα, και καταλήγει στην πρωτεύουσα του Κοσόβου, Πρίστινα, με διάφορες στάσεις κατά μήκος της διαδρομής. Πολλές απ’ αυτές σχετίζονται με το φαγητό, το οποίο στα Βαλκάνια είναι κατ’ αρχάς ένα διπλωματικό εργαλείο. Ως τέτοιο το αντιμετωπίζει η Dzenana Bibezic, μια Μαυροβούνια διπλωμάτης, που μαζί με την αδελφή της Adaleta εξέδωσαν το πρώτο βιβλίο μαγειρικής της πόλης Ούλτσιν (Ulcinj) του νότιου Μαυροβουνίου, απ’ όπου κατάγονται. Αφού συνέλεξαν συνταγές από τη γιαγιά, τη μητέρα, τη θεία τους και άλλες γυναίκες του Ούλτσιν, επί δύο χρόνια αφιέρωναν σχεδόν κάθε Σαββατοκύριακο στο να μαγειρεύουν και να φωτογραφίζουν σαλάτες, σάλτσες, σούπες, κρεατικά, ψάρια, γλυκά – από την ντόπια εκδοχή για τα γιαπράκια μέχρι καθαρά τοπικά πιάτα, όπως είναι ο κόκορας με ζύμη ή ένα γλυκό με κυνόροδο. Το αποτέλεσμα ήταν ένα βιβλίο με 133 συνταγές, όπου για πρώτη φορά παρουσιάζεται η κουζίνα του Ούλτσιν και το οποίο –εκτός από το ότι έγινε ανάρπαστο– επιτρέπει στην Bibezic να κάνει πιο προσωποποιημένα δώρα στους διπλωμάτες συναδέλφους της και να προωθεί με αυτόν τον τρόπο την κουζίνα του Ούλτσιν και γενικά τον τόπο της.
Τι άλλο είναι το φαγητό στα Βαλκάνια πέρα από διπλωματικό εργαλείο; Μέσο διαμόρφωσης μιας σύγχρονης ταυτότητας. Κι αυτό το ξέρει καλά ο Altin Prenga, ο άνθρωπος πίσω από το εστιατόριο της αγροτουριστικής μονάδας Mrizi i Zanave Agroturizëm. Υπέρμαχος του κινήματος slow food, των φρέσκων αλβανικών προϊόντων και της συνεργασίας με τοπικούς παραγωγούς, ο Prenga, μετά από αρκετά χρόνια παραμονής στην Ιταλία, επέστρεψε στην Αλβανία για να δημιουργήσει ένα πρότυπο εστιατόριο σε μια εξοχική τοποθεσία στα βορειοδυτικά της χώρας, 20 χλμ. από την πόλη Αλέσιο. Η μονάδα μοιάζει με μεγάλη φάρμα, όπου εκτός από το εστιατόριο έχει και διάφορα δωμάτια παραγωγής ή επεξεργασίας, με κρεμαστά πιπεράτα αλλαντικά, χρυσοκίτρινα κεφάλια τυριού και έναν μικρό μύλο σιτηρών που λειτουργεί με ηλιακή ενέργεια. Στο ντελικατέσεν μέσα στο εστιατόριο πωλούνται δική τους μαρμελάδα αγριόσυκο και παραδοσιακό αλβανικό τυρί kackavall σε διάφορες παραλλαγές (π.χ. με δεντρολίβανο). Όσο γι’ αυτό καθαυτό το γεύμα, μοιάζει με menu degustation για ερασιτέχνες γευσιγνώστες, με χίλια δυο πιάτα, που κλείνει με ένα γλυκό τύπου πανακότα, πασπαλισμένο με κόκκους καφέ, οι οποίοι πέφτουν αχνιστοί μπροστά στα μάτια σου από το καβουρδιστήρι του σερβιτόρου. Το κρασί είναι από το γειτονικό οινοποιείο Kallmet και η τιμή για όλα (φαγητό και κρασί) 13 ευρώ κατ’ άτομο. Η οικονομική πλευρά του πράγματος δεν έχει μεγάλη σημασία, αφού, και δέκα φορές ακριβότερος να ήταν ο λογαριασμός, το συγκεκριμένο εστιατόριο έχει κάθε λόγο να προσελκύσει τους foodies ταξιδιώτες των Βαλκανίων. Είναι εστιατόριο-προορισμός, από αυτά που βάζουν την περιοχή όπου βρίσκονται στον χάρτη.
Κι από τον Prenga και τη δημιουργική γαστροκουλτούρα της βόρειας Αλβανίας πάμε σε μια άλλη ιστορία φαγητού, πιο λυπητερή, πιο στερεοτυπικά βαλκανική, με τέλος, αν όχι καλό, σίγουρα ελπιδοφόρο. Πρόκειται για την ιστορία του γυναικείου συνεταιρισμού Krusha, που είναι ευρύτερα γνωστός ως ο συνεταιρισμός με τις Κοσοβάρες χήρες. Ήταν Μάρτιος του 1999 όταν ο γιουγκοσλαβικός στρατός εισέβαλε στο χωριό Krusha e Madhe, στη διάρκεια του πολέμου του Κοσόβου, έκαψε τα σπίτια των κατοίκων και εκτέλεσε την πλειονότητα του αντρικού πληθυσμού. Το να σταθεί πάλι στα πόδια του το χωριό δεν ήταν εύκολο. Οι χήρες του Krusha e Madhe καλλιέργησαν τη γη και άρχισαν να πωλούν τα προϊόντα τους, προκειμένου να επιβιώσουν. Τα κατάφεραν, αφού σήμερα ο συνεταιρισμός είναι πια εδραιωμένος, το λογότυπο της Krusha με τη μαντιλοφορεμένη αγρότισσα που κρατάει στα χέρια της μια αγκαλιά κόκκινες πιπεριές είναι αναγνωρίσιμο και τα προϊόντα (καυτερές πιπεριές με λάχανο ή γιαούρτι, άλειμμα πιπεριάς ajvar κ.λπ.) πωλούνται εντός και εκτός Κοσόβου. Καταλύτης για την αναγέννηση του χωριού ήταν η τροφή. Που μοιάζει να μη λειτούργησε απλώς ως τρόπος βιοπορισμού για τις επιζήσασες, αλλά και ως μέσο διαχείρισης του συλλογικού τους πένθους. Όσο η γη καλλιεργείται, λέει μια κοινή σε όλους τους πολιτισμούς αρχή, σημαίνει ότι η ζωή συνεχίζεται.
Κολάζ, μπιενάλε, μνήμη
Κι αν η τροφή βοηθάει τους ανθρώπους να πάνε παρακάτω, δεν συμβαίνει το ίδιο με τον πόνο, που στα Βαλκάνια κι αν έχει αφήσει τα ίχνη του. Στην Bulevardi Skënderbeu της αλβανικής πόλης Σκόδρα βρίσκεται ένα κτίριο που είναι ανοιχτό για το κοινό εδώ και μερικά χρόνια, ως χώρος διατήρησης της μνήμης (Site of Witness and Memory). Εκπαιδευτήριο των Φραγκισκανών πατέρων κάποτε, το κτίριο κατασχέθηκε το 1946 από το κομμουνιστικό καθεστώς, για να μετατραπεί σε παράρτημα του Υπουργείου Εσωτερικών και να λειτουργήσει ως χώρος βασανιστηρίων, με μια σειρά από κελιά όπου κρατούνταν οι αντιφρονούντες πριν δικαστούν. Τα τελευταία πλέον αποτελούν μέρος της έκθεσης, η οποία συμπληρώνεται από μικροαντικείμενα που έφτιαχναν οι κρατούμενοι στη φυλακή και βίντεο που παρουσιάζει την περιστολή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Αλβανία του Χότζα. Είναι πολύ ενδιαφέρον να δει κανείς ένα τέτοιο βίντεο, όχι μόνο λόγω θεματολογίας, αλλά και για να καταλάβει ότι η σημερινή Αλβανία μάλλον δεν έχει συμφιλιωθεί πλήρως με το παρελθόν της. Το γεγονός ότι ως επισκέπτης βρίσκεσαι σε έναν χώρο όπου βασανίζονταν άνθρωποι είναι από μόνο του σοκαριστικό. Δεν χρειάζονται επιπλέον εφέ, όπως προσθήκη τρομολαγνικής μουσικής στο βίντεο, για να πειστείς για τη φρίκη.
Σε κοντινή απόσταση από το Site of Witness and Memory βρίσκεται το Marubi National Photography Museum. Η ιστορία του είναι πιο παλιά, ξεκινάει το 1856, τότε που ο Ιταλός Pietro Marubi άνοιξε το πρώτο φωτογραφείο της Αλβανίας. Μαζί με τον Kel Marubi (γιο του κηπουρού του, που εκτός από το φωτογραφείο κληρονόμησε και το όνομά του) και τον γιο του Kel, Gege, δημιούργησαν τη δυναστεία Marubi, που μεσουράνησε επί έναν αιώνα, αφήνοντας ένα πολύτιμο αρχείο για τη ζωή στα Βαλκάνια. Και τι δεν φωτογράφισαν: από πρόσωπα και σκηνές οικογενειακής καθημερινότητας μέχρι ιστορικά στιγμιότυπα, όπως η παράδοση της Σκόδρα, το 1913, από τους Μαυροβούνιους στον Βρετανό εκπρόσωπο του διεθνούς στόλου της Αδριατικής. Ακόμα και κολάζ έκανε ο Pietro Marubi, με πρωταγωνιστή έναν άντρα με μπαλτά που κοιτάει θυμωμένα τον κλωνοποιημένο εαυτό του, ο οποίος κρατάει στην αγκαλιά του το κομμένο πόδι του. Αυτή ήταν η αλβανική φωτογραφία του 1860, μισό αιώνα πριν από τις πειραματικές ντανταϊστικές συνθέσεις του Man Ray.
Με τον ίδιο τρόπο που η Αλβανία ήταν πρωτοπόρα στη φωτογραφία πριν από 100 χρόνια, έτσι είναι και το Κόσοβο ως προς τη σύγχρονη τέχνη. Αν όχι πρωτοπόρο, σίγουρα απόλυτα εναρμονισμένο με τα παγκόσμια τεκταινόμενα. Γιατί Κόσοβο δεν είναι μόνο οι πιπεριές της κοπερατίβας Krusha. Είναι και το Femart 7th Edition Freedom Vs Shame, που πραγματοποιήθηκε στην Πρίστινα από 10 έως 16 Ιουνίου, εστιάζοντας στη διαμόρφωση μιας ισότιμης ταυτότητας ανάμεσα στη γυναικεία και την αντρική καλλιτεχνική φωνή. Κόσοβο είναι η μπιενάλε σύγχρονης τέχνης Autostrada, που διοργανώθηκε για δεύτερη φορά στην πόλη Πρίζρεν από 21 Ιουλίου έως 21 Σεπτεμβρίου. Κόσοβο είναι και το διεθνές κινηματογραφικό φεστιβάλ Doku Fest, που λαμβάνει χώρα κάθε Αύγουστο στο Πρίζρεν και, απαλλαγμένο από παρωπίδες, είναι ανοιχτό –όπως μας λένε οι διοργανωτές– και σε Σέρβους σκηνοθέτες, παρά τη βαθιά διαμάχη Κοσόβου-Σερβίας. Πρόκειται για ένα θαρραλέο φεστιβάλ, που προωθεί τα δικαιώματα της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας όχι στο Λονδίνο, αλλά σε μια πόλη που στις τέσσερις τα ξημερώματα «ακούει» από τα μεγάφωνα του τεμένους τον ιμάμη να καλεί τους πιστούς για προσευχή.
Κοινή κληρονομιά
Για να επιστρέψουμε στο σημείο απ’ όπου ξεκινήσαμε: όλο αυτό το οδοιπορικό το ζήσαμε άνθρωποι με διαφορετικές καταβολές. Ο καθένας πήρε άλλα πράγματα από το ταξίδι, αφού άλλες είναι οι προσλαμβάνουσες της Κροάτισσας, άλλες του Ιταλού και άλλες των Ρουμάνων. Σε κάθε περίπτωση, είχε ενδιαφέρον το ότι το ζήσαμε μαζί και είχαμε την ευκαιρία μετά από κάθε στάση να συζητάμε τα όσα είδαμε. Γιατί, αν υπάρχει ένα μέρος στην Ευρώπη που σε αιφνιδιάζει και το οποίο είναι τρομερά δύσκολο να κατανοήσεις με βάση τα όσα ξέρεις και πιστεύεις, αυτό είναι τα Βαλκάνια. Εδώ τα πάντα έχουν άλλη σημασία από ό,τι αρχικά νόμιζες. Ένα απλό παράδειγμα: γιατί οι πόλεις του Κοσόβου έχουν τόσο μεγάλα ποσοστά νεανικού πληθυσμού; Γιατί, όπως μας λέει η ξεναγός μας, την περίοδο πριν από την ανεξαρτητοποίηση από τη Σερβία (2008) οι Κοσοβάροι έκαναν πολλά παιδιά, προκειμένου να υπάρχει υπολογίσιμη στρατιωτική δύναμη στη χώρα. Σήμερα, έντεκα χρόνια μετά, δεν πάει το μυαλό σου ότι οι έφηβοι που βλέπεις να τριγυρίζουν στις ήσυχες πλατείες της Πρίστινα και του Πρίζρεν, δίνοντάς τους ομορφιά και ζωή, γεννήθηκαν ως δυνάμει μαχητές.
Για έναν Έλληνα οι λόγοι για να κάνει ένα ταξίδι σαν το παραπάνω είναι ακόμα περισσότεροι. Δεν είναι απλώς επιμορφωτικό το να βλέπεις πόσα –κληρονομημένα από τους Οθωμανούς– κοινά έχουμε με όλους αυτούς τους λαούς (σαντζάκια ήταν και η Αλβανία, και το Πρίζρεν, και η Θεσσαλία). Είναι πάρα πολύ οικείο το συναίσθημα να περπατάς σε πόλεις όπου από τη μία πλευρά βλέπεις το τζαμί, από την άλλη την εκκλησία και στο βάθος το καφενείο όπου θα καταλήξεις το βράδυ για ρακή. Πριν από το Παρίσι, το Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη, ένας Βαλκάνιος πρέπει να έχει ταξιδέψει στα Βαλκάνια.