ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Ο «Θίασος» του Θόδωρου Αγγελόπουλου

Γυρισμένη μέσα στη δικτατορία, η ταινία έχει συμπεριληφθεί στις εκατό καλύτερες δημιουργίες του παγκόσμιου κινηματογράφου

Kathimerini.com.cy

info@kathimerini.com.cy

ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΚΑΤΣΟΥΝΑΚΗΣ

Επαρχιακός σιδηροδρομικός σταθμός από πέτρα και κόκκινο τούβλο, στο Αίγιο. Eνας πλανόδιος θίασος που κρατάει βαλίτσες, μπαούλα. Οι ηθοποιοί στέκουν αμήχανοι κοιτάζοντας γύρω, αβέβαιοι μες στη σιωπή του πρωινού. Ακούγεται η φωνή του ακορντεονίστα: «Φθινόπωρο του ’52 ξανάρθαμε στο Αίγιο. Λίγοι από τους παλιούς. Οι πιο πολλοί καινούργιοι. Είμαστε κουρασμένοι».

Στο επόμενο πλάνο τούς παρακολουθούμε στον κεντρικό δρόμο της μικρής επαρχιακής πόλης. Στους τοίχους κολλημένες φωτογραφίες, του Παπάγου, και πανό με συνθήματα όπως «Ζήτω ο Στρατάρχης, ο Σωτήρ του Eθνους», «Νικητή του Γράμμου σώσε μας», δηλώνουν ότι βρισκόμαστε σε προεκλογική περίοδο. Από ένα μακρινό μεγάφωνο ακούγεται: «Αν δεν θέλουμε να δούμε πάλι εις τους δρόμους μας τας εξάλλους και αγρίας φάλαγγας με τα σφυροδρέπανα που προαναγγέλλουν έναν νέο “Κόκκινο Δεκέμβρη”, πρέπει να συσπειρωθούμε όλοι γύρω από τον στρατάρχη».

Από την έναρξη κιόλας της ταινίας ο Θόδωρος Αγγελόπουλος φανερώνει τους δύο πρωταγωνιστές του: το θέατρο και την Ιστορία. Φωτ. ΑΡΧΕΙΟ Θ. ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΥ, 1975

Από την έναρξη κιόλας, ο «Θίασος» του Θόδωρου Αγγελόπουλου φανερώνει τους δύο πρωταγωνιστές του: την Ιστορία και το θέατρο. Η αφήγηση, ασυνεχής και αναχρονική, η πραγματικότητα δεν υποχωρεί ούτε όταν η μυθοπλασία παίρνει το πάνω χέρι, το έργο που παρουσιάζει το μπουλούκι είναι το ίδιο (η «Γκόλφω» του Περεσιάδη) αλλά οι σχέσεις των προσώπων μεταβάλλονται, όπως και τα ιστορικά γεγονότα πυκνώνουν αλλά το δράμα της χώρας παραμένει το ίδιο. Ο θίασος ζει τη δική του, εσωτερική, περιπέτεια, μέσα σε δεκατρία κρίσιμα χρόνια (1939-1952) και υφίσταται τις συνέπειες της μεγάλης εθνικής περιπέτειας. Αποδεκατίζεται και ξαναστεριώνει.

Η μεγάλη αποκάλυψη στο Φεστιβάλ των Καννών

Το 1975 ήταν η χρονιά του «Θιάσου». Μπορεί η ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου να μην εκπροσώπησε την Ελλάδα επίσημα στο Διεθνές Φεστιβάλ Καννών, γιατί η τότε κυβέρνηση αρνήθηκε θεωρώντας ότι «προσβάλλει τη μνήμη του στρατάρχη Παπάγου», όπως έχει πει ο σκηνοθέτης, κατέκτησε όμως από εκείνη τη χρονιά τον κόσμο. Δεν είναι σχήμα λόγου. «Ανεπανάληπτη» τη χαρακτήρισε η διεθνής κριτική, ενώ εδώ και 45 χρόνια προβάλλεται ανελλιπώς σε όλο τον πλανήτη, αναλύεται διαρκώς, έχει συμπεριληφθεί στις εκατό καλύτερες ταινίες στην ιστορία του παγκόσμιου κινηματογράφου.

«Ο “Θίασος” ήταν μια ευτυχισμένη στιγμή. Οχι μόνο κινηματογραφικά», σχολίαζε ο Θ. Αγγελόπουλος (ΕΡΤ, 2005, στην εκπομπή «Κορυφαίες στιγμές του ελληνικού κινηματογράφου»). «Η εποχή εκείνη, δηλαδή η δικτατορία μέσα στην οποία γεννήθηκε και γυρίστηκε, ήταν μια εποχή καταπίεσης αλλά και έξαρσης, με την έννοια ότι είχαμε έναν ορατό αντίπαλο και μια κρυμμένη βαθιά, αλλά πολύ ζωντανή, ελπίδα ότι όταν αυτό το πράγμα τέλειωνε, κάτι άλλο, καινούργιο, θα αναδυόταν. Οχι μόνο για το σινεμά, μια και το σινεμά τότε το συνδέαμε με την αλλαγή του κόσμου, αλλά και για τη χώρα. Ο “Θίασος” είναι για εμένα η εποχή της ελπίδας. (…) Κάναμε κάτι πέρα από τον κινηματογράφο. Είχαμε την αίσθηση ότι γράφαμε Ιστορία. Ιστορία αντίστασης. Μέσα σε μια δικτατορία, μιλώντας για μια δικτατορία. Πολλά από τα γυρίσματα γινόντουσαν με τσίλιες για να μην έρθει κανένας. Την άδεια από την επιτροπή λογοκρισίας την πήρα πηγαίνοντας να δω έναν παλιό μου συμφοιτητή, τον Σπύρο Ζουρνατζή, που ήταν τότε υφυπουργός Τύπου. Του ζήτησα να περάσει το σενάριο του “Θιάσου” χωρίς να διαβαστεί».

Στο «Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών» του Φεστιβάλ Καννών, όπου τελικά προβλήθηκε, έγινε «έκρηξη». Οι θεατές έκλαιγαν, ξένοι σκηνοθέτες τον αγκάλιαζαν, οι κριτικοί παραληρούσαν, τα βραβεία και οι διακρίσεις διαδέχονταν το ένα το άλλο. «Τι όνομα τέλος πάντων θα μπορούσε να δώσει κανείς σε μια τέτοια κινηματογράφηση;» αναρωτιόταν ο σπουδαίος Γιαπωνέζος δημιουργός Ναγκίσα Οσιμα, σε ένα εκτενές κείμενό του στην Asahi (8/8/1979). Αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στην «κινηματογράφηση της προσήλωσης» και της «ελπίδας» για να καταλήξει ότι για τον ίδιον «προσήλωση και ελπίδα είναι ταυτόσημα».

Ο Πέτρος Ζαρκάδης ως Ορέστης (στο κέντρο). Η πολιτική ιστορία της Ελλάδας και η ιδιωτική των μελών του θιάσου, που είναι ταυτόχρονα και μέλη της ίδιας οικογένειας (παραπέμποντας στον μύθο των Ατρειδών), πλέκονται αξεδιάλυτα. 

Το θέμα του έργου, μια ιστορική τοιχογραφία

Ο θεατής, μέσα σε περίπου τέσσερις ώρες, παρακολουθεί, από τη μια, την τελευταία περίοδο της δικτατορίας του Μεταξά, την έναρξη του πολέμου, την ιταλική εισβολή, τη γερμανική κατοχή, την Απελευθέρωση, την άφιξη των συμμάχων (Αγγλων αρχικά και Αμερικανών στη συνέχεια), τον αιματηρό εμφύλιο πόλεμο, μέχρι τις εκλογές του 1952 όπου κυριαρχούν οι δυνάμεις της Δεξιάς. Και όχι μόνο. Μέσα από μια μοναχική αφήγηση, μετωπική στην κάμερα, στο τρένο, περιγράφεται η ήττα στον Σαγγάριο, η καταστροφή της Σμύρνης, το καθοριστικό 1922. Η χρονολογική κατασκευή της ταινίας, περίπλοκη, κτίζεται με διαρκείς χρονικούς ελιγμούς και συνεχείς εναλλαγές εποχών.

Παράλληλα, εκτυλίσσονται οι περιπέτειες της οικογένειας του θιάσου, του Oρέστη, της αδελφής του, του πατέρα του, της μητέρας του και του εραστή της, που επανεγγράφουν τον μύθο των Ατρειδών. O πατέρας εκτελείται από τους Γερμανούς, μετά την προδοτική καταγγελία του εραστή της μητέρας, κι ο Oρέστης, αντάρτης της Αριστεράς, με τη συνεργασία της αδελφής, θα σκοτώσει επί σκηνής τη μητέρα του και τον εραστή της, για να έρθει και η δική του εκτέλεση με τις εκκαθαρίσεις που ακολούθησαν τη γενική καταστολή του αντάρτικου κατά τον Εμφύλιο.

«Η λειτουργικότητα της Γκόλφως είναι πολλαπλή», σύμφωνα με τον δημιουργό. «Το κείμενο παραβιάζεται μόνιμα, ποτέ δεν τελειώνει και διακόπτεται πάντα από την εισβολή της ιστορικής σκηνής».

Ο «Θίασος», αυτή η ιστορική τοιχογραφία μακράς πνοής, ενσωματώνει τον Μπρεχτ και το επικό στοιχείο. «Είναι μια μπαλάντα για πρόσωπα που άλλα σκοτώθηκαν και άλλα όχι. Το να υμνείς την επανάσταση δεν σημαίνει ότι υμνείς πάντα τη νίκη», σημειώνει ο Αγγελόπουλος. Αυτό το κινηματογραφικό δοκίμιο, «ένα ανοιχτό φιλμικό κείμενο», λειτουργεί περισσότερο σαν ιστορικό χρονικό παρά σαν μια φιλοσοφική σπουδή στην Ιστορία. Το θεατρικό μπουλούκι είναι το κύτταρο μέσα από το οποίο ο σκηνοθέτης «βλέπει» όλη αυτή την περίοδο (1939-1952).

O Θ. Αγγελόπουλος με τον Γιώργο Παπαλιό (δεξιά του), στο Λονδίνο, στην απονομή του Βραβείου Sutherland, Καλύτερης Ταινίας Νέου Δημιουργού, του British Film Institute, για τον «Θίασο» (1975).

Συνολική ματιά στην ελληνική κοινωνία

Η ταινία είναι το δεύτερο μέρος της λεγόμενης «Τριλογίας της Ιστορίας» που ξεκίνησε με τις «Μέρες του ’36» (1972) και ολοκληρώθηκε με τους «Κυνηγούς» (1977). Στο «τρίτομο» αυτό έργο καλύπτεται η πρόσφατη Ιστορία της χώρας, από το 1936 έως τη μεταπολίτευση. Η σχέση του Ελληνα δημιουργού με την Ιστορία ήταν στενή και ιδιαίτερη, έχει εκτενώς αναλυθεί από τους μελετητές της φιλμογραφίας του. Η καθηγήτρια και θεωρητικός του κινηματογράφου Ειρήνη Στάθη επισημαίνει: «Τον Αγγελόπουλο δεν τον ενδιαφέρουν οι ηρωικές πράξεις, ή, µάλλον, δεν υπάρχουν γι’ αυτόν ηρωικές πράξεις. Δεν ασχολείται µ’ αυτό που όλοι ξέρουν, αλλά µ’ αυτό που δεν ξέρουν ότι γνωρίζουν· όχι µ’ αυτό που είναι εµφανές, “µεγάλο”, αλλά µ’ αυτό που είναι κρυµµένο στις σκοτεινές γωνιές της Ιστορίας και που το αναδεικνύει από την ταπεινή του πλευρά: των µικρών ηρώων που είναι πάντα οι ίδιοι “φτωχοί”, ανώνυµοι, που µε διαφορετικό ρούχο, ίδιοι µε τον εαυτό τους, αλλά και διαφορετικοί, κατοικούν τις εποχές καθώς η µια διαδέχεται την άλλη, υφαίνοντας το δίχτυ αυτού που ονοµάζουµε λαϊκή µνήµη. Ολα όσα κινούν τη µοίρα τους βρίσκονται πίσω απ’ τη σκηνή της Ιστορίας, στο παρασκήνιο, που παραµένει σταθερό και αναλλοίωτο, και πάντα οδηγεί, µε τελετουργική ακρίβεια, στη συνήθη τραγική επανάληψή της. Oι ήρωές του δεν χρειάζονται συστάσεις· δεν χρειάζεται να µας εξηγήσουν ποιοι είναι κι από πού έρχονται. Δεν έχουν ανάγκη από ένα όνοµα· δεν χρειάζονται τα στοιχεία της ταυτότητάς τους. Είναι οι εξόριστοι του ιστορικού χρόνου (εξόριστοι είναι οι περισσότεροι ήρωες του Αγγελόπουλου) – έρχονται απ’ το µυθικό παρελθόν, απ’ το ιστορικό παρόν, απ’ το µεταφυσικό µέλλον (ως µεταφυσικό εννοούµε τη διάσταση εκείνη που επιτρέπει στον Αγγελόπουλο να µεταµορφώνει την πραγµατικότητα σε ποίηση). Αυτοί οι ήρωες είναι οι φορείς της σηµασίας της Ιστορίας».

Από γυρίσματα του «Θιάσου» στο Αίγιο (1974). Ο σκηνοθέτης με το συνεργείο. 

Η Ηλέκτρα (Εύα Κοταμανίδου, η κατεξοχήν πρωταγωνίστρια του Αγγελόπουλου έφυγε πρόσφατα από τη ζωή), ο Ορέστης (Πέτρος Ζαρκάδης), ο Αγαμέμνονας (Στράτος Παχής), η Κλυταιμνήστρα (Αλίκη Γεωργούλη), ο Πυλάδης (Κυριάκος Κατριβάνος), ο Αίγισθος (Βαγγέλης Καζάν), η Χρυσόθεμη (Μαρία Βασιλείου) «φέρουν» την ιστορία και την τραγωδία, μεγάλη και μικρή, παγκόσμια και προσωπική. Πότε ανάλαφρα, τραγουδώντας και χορεύοντας το «Γιαξεμπόρε» (παραφθορά τού «Γεια σου αμόρε», χαιρετισμός μαζί και κάλεσμα), πότε με πληγές ανοιχτές, χαίνουσες. Ο «Θίασος» είναι μια διαρκής υπόμνηση ότι τίποτα δεν έρχεται όπως το περιμένουμε. Ούτε στη ζωή ούτε στην Ιστορία. Κι όπως, ίσως, θα επαναλάμβανε και ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, παραμένουμε «αβοήθητοι ανάμεσα στον πόνο και στην επιθυμία».

Η ταινία αρχίζει το 1939 και τελειώνει το 1952 μ’ ένα πανομοιότυπο πλάνο: όλοι οι ηθοποιοί βγαίνουν απ’ τον «μικρό επαρχιακό σταθµό από πέτρα και κόκκινο τούβλο» µε μπαούλα και βαλίτσες. «Φθινόπωρο του ’39 φτάσαµε στο Αίγιο. Είμαστε κουρασμένοι».

Ακόµα κι αν ο «Θίασος» παραμένει, οι καταστάσεις δεν µπορούν ποτέ να είναι ακριβώς οι ίδιες. «Στο θέατρο, όπως κι αλλού», έγραφε ο Μπρεχτ, «ο κόσµος τού σήµερα δεν µπορεί να απεικονιστεί σωστά, παρά µόνο αν θεωρήσουµε ότι υπόκειται πάντα σε αλλαγές».

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΕΥΑΝΘΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS

Σινεμά: Τελευταία Ενημέρωση

X