Του Απόστολου Τομαρά
Σαράντα χρόνια πέρασαν από το καλοκαίρι του 1974. Τότε, που η μπότα του Τούρκου κατακτητή πατούσε τα χώματα της Κύπρου, σκορπώντας τον θάνατο και αφήνοντας πίσω κλεμμένες ζωές. Η απώλεια, ο χαμός, παρά τα σαράντα χρόνια που έχουν περάσει, συνεχίζει να προκαλεί πόνο στους συγγενείς. Κάποιοι από αυτούς ακόμα και σήμερα δεν θέλουν να συμβιβαστούν με την ιδέα ότι η ελπίδα με την οποία έζησαν όλα αυτά τα χρόνια θα τους εγκαταλείψει. Μέσα από αντικείμενα και απλές εικόνες του μυαλού συνεχίζουν να κρατούν ζωντανή τη φιγούρα των δικών τους ανθρώπων, που χάθηκαν το καλοκαίρι του ’74. Όπως η Μαρούλα Διάκου, η μητέρα του παιδιού της φωτογραφίας με το πιο εκφραστικό θλιμμένο βλέμμα, που, εκτός από τον χαμό του συζύγου της Σαββάκη Διάκου, είχε να αντιμετωπίσει τα τραύματα που προκλήθηκαν στο παιδί της από την αναγνωρισιμότητα που του προκάλεσε η φωτογραφία. Αλλά και η Γιωργούλα Βαρνάβα από τα Λύμπια μέχρι και σήμερα ζει μέσα στο σκοτάδι. Κατάφερε να τιθασεύσει τους εφιάλτες από την απουσία του συζύγου της, κρατώντας καλά φυλαγμένα σε τέσσερις τοίχους τα όνειρα που δεν πρόλαβε να ζήσει με το αγαπημένο της πρόσωπο.
Mε άγρυπνα της ψυχής τα μάτια
«Εκείνη την ημέρα περπατούσε μπροστά μου, εγώ είμαι από πάνω, φαίνεται το πόδι μου με τον γύψο. Έστεκε μπροστά μου και κρατούσε την φωτογραφία του πατέρα του και ήλθε το ΡΙΚ. Λέει, ρε λεβέντη να σου βγάλω μια φωτογραφία –ήταν 2,5 χρονών το μωρό μου– να την πάρεις να τη δει ο μπαμπάς σου... και έβγαλε τη φωτογραφία, η οποία έγινε διάσημη σε όλο τον κόσμο». Η ασπρόμαυρη φωτογραφία με το εκφραστικό βλέμμα ενός αγοριού έγινε σύμβολο και σημαία του αγώνα των συγγενών των αγνοουμένων.
Το πρόσωπο της φωτογραφίας δεν είναι άλλο από το γιο του αγνοούμενου Σάββα Διάκου, Θεόδωρο Δημητρίου. Στην ασπρόμαυρη φωτογραφία αποτυπώθηκε πεντακάθαρα το δράμα που βίωνε η μητέρα του μικρού αγοριού, αλλά και οι άλλες οικογένειες των αγνοουμένων. Τραβήχτηκε έξω από την κινέζικη πρεσβεία σε μία από τις πολλές εκδηλώσεις των συγγενών των αγνοουμένων, ένα χρόνο μετά την εισβολή. Η φωτογραφία, σύμφωνα με τα αρχεία του Γραφείου Τύπου και Πληροφοριών, τραβήχτηκε από τον Τάκη Ιωαννίδη και ενώ αποτέλεσε σύμβολο του αγώνα των συγγενών παγκοσμίως, έμελε να ανοίξει βαθιές πληγές στο πρόσωπο που απεικόνιζε και την οικογένειά του. Μέχρι σήμερα το πρόσωπο της φωτογραφίας αρνείται να μιλήσει για αυτή. Η μητέρα του Μαρούλα Διάκου μάς άνοιξε την ψυχή της και μοιράστηκε τον πόνο που προκάλεσε στο παιδί της μία φωτογραφία.
«Αυτή η φωτογραφία δεν μας βοήθησε, απλώς και μόνο πλήγωσε το παιδί μου. Δεν ξέρω, δεν θέλει, είναι πληγωμένο δεν θέλει να λένε για τη φωτογραφία αυτή τίποτα». Η αναγνωρισιμότητα του μικρού αγοριού λειτούργησε αρνητικά για τον ίδιο από την εποχή που πήγαινε στο δημοτικό σχολείο.
Όπως θυμάται η κ. Μαρούλα, το παιδί της αντιδρούσε περίεργα στη θέα της φωτογραφίας «Από τον καιρό που ήταν μωρό και πήγαινε σχολείο θυμούμαι πως κάνανε το μάθημα. Έπιανε την πένα και μαύριζε τα μάτια του για να μην το καταλάβουν ότι ήταν ο Δώρος οι συμμαθητές του. Όταν ήταν στο δημοτικό θυμούμαι περίπτωση. Ήταν να κάνουμε τα γενέθλια του και μου λέει. «Μητέρα, να καλέσω τους συμμαθητές μου; του λέω, να τους καλέσεις». Το είπε στο σχολείο και ένας του λέει… Ο πατέρας σου είναι αγνοούμενος και θέλεις και γενέθλια; Ήρθε το μωρό σπίτι κλαμένο με αγκάλιασε και μου είπε: «Μητέρα, ο πατέρας μου πέθανε;» Του λέω, γιατί αγάπη μου; Μου απάντησε, έτσι μου είπε ο τάδε. Όχι του λέω, ο πατέρας σου δεν σκοτώθηκε, είναι αγνοούμενος. Κάποτε θα τον βρούμε και θα έλθει, έτσι του έλεγα πάντα». Το παιδί μου έζησε μέσα στο πόνο και τη δυστυχία. Έβλεπε τη μάνα του καθημερνά να κλαίει, καθημερνά να αναζητά τον πατέρα του. Δεν είναι λίγο πράγμα μια γυναίκα μόνη της να ξεκινάει τη ζωή της με ένα μωρό τριών μηνών και με μία λίρα στα χέρια».
Η 20ή Ιουλίου –ημέρα εισβολής– βρήκε την οικογένεια Διάκου στην Κυπερούντα. Την ημέρα εκείνη η Μαρούλα Διάκου είδε για τελευταία φορά τον σύζυγό της.
Τα όνειρα μιας ζωής φυλαγμένα σε ένα δωμάτιο
«Εννέα μήνες ήμουν αρραβωνιασμένη, στους εννέα μήνες παντρεύτηκα, στους εννέα μήνες έγινε ο πόλεμος». Στη ζωή της Γιωργούλας Βαρνάβα από τα Λύμπια ο αριθμός που κυριάρχησε μοιρολατρικά στην ζωή της πριν χάσει τον δικό της άνθρωπο το καλοκαίρι του 1974, ήταν το εννέα. Νιόπαντρη με τον Ανδρέα Βαρνάβα, ο οποίος, όπως και πολλοί άλλοι, χάθηκε από προσώπου γης. «Τους πήραν στην Αθαλάσσα να τους δώσουν όπλα. Στην Αθαλάσσα άλλον πιάσανε άλλοι όχι. Άλλοι πιάσανε κάτι Μαρτίνια 100 χρόνων (όπως μας έλεγαν εκείνοι που γύρισαν), για να πολεμήσουν τους Τούρκους. Με τα Μαρτίνια. Έφυγαν από το χωριό στις 8 Αυγούστου». Τα όνειρα της Γιωργούλας Βαρνάβα χάθηκαν κάπου στη Μια Μηλιά, μια νύχτα του Αυγούστου πριν από σαράντα χρόνια. Από το καλοκαίρι εκείνο μέχρι και σήμερα η Γιωργούλα Βαρνάβα συνεχίζει να ανηφορίζει τον προσωπικό της Γολγοθά. Η ζωή της –όπως και πολλές άλλες ζωές εκείνο το καλοκαίρι– άλλαξε μέσα σε μία νύχτα. Η ελπίδα, η προσμονή και το θαύμα πήραν μια θέση στην καρδιά της για να την κρατήσουν όρθια.
«Μετά περιμέναμε, πηγαίναμε κάθε φορά που ερχόντουσαν. Άρχισαν οι ανταλλαγές. Πηγαίναμε. Από τότε μέχρι σήμερα δεν μάθαμε τίποτα, μέχρι πριν από 15 χρόνια ήλθαν από την Επιτροπή στο σπίτι μας και μας είπαν ότι έχουν πληροφορίες για 10 άτομα και μέσα στα 10 άτομα ήταν και ο άνδρας μου. Πως κάποιος τους είδε. Κάποιος τους είδε στην Τουρκία». Ο χαμός του Αντρίκου στοίχειωσε το σπίτι που φτιάξανε οι δύο τους με κόπους και θυσίες. Μέχρι ένα κομμάτι του εσωτερικού της οικίας της οδού Δημοκρατίας στο αριθμό 11 στα Λύμπια, ο χρόνος έχει σταματήσει στο καλοκαίρι του ’74. Έπιπλα και διακόσμηση μιας άλλης εποχής είναι εκεί για να θυμίζουν όλα όσα δεν πρόλαβε να ζήσει το ζευγάρι. «Η ζωή μου; Έκλεισα το σπίτι μου και πήγα στους γονείς μου, δεν μπορούσα μόνη μου, ήταν δύσκολο. Μια κοπέλα μέσα σε τέσσερις τοίχους να θυμάσαι τι έγινε. Δύσκολο. Το σπίτι δεν το άνοιξα για ένα χρόνο. Ένα χρόνο ούτε άνοιξα. Να έλθω πάνω να δω τι γίνεται μέσα στο σπίτι. Μετά σιγά-σιγά η μάνα μου, ο πατέρας μου: «πήγαινε κόρη μου στο σπίτι σου». Σιγά-σιγά μετά ερχόμουν αλλά όχι για να μείνω. Ερχόμουν, θυμόμουν, έκλαιγα και έφευγα. Ήταν πολύ δύσκολες μέρες. Πάρα πολύ δύσκολες. Δεν έβλεπα τι είχε μέσα στο σπίτι. Πού να πάω, πού να βγω. Νόμιζα ότι θα τον δω μπροστά μου (τον Αντρίκο). Μια φορά όταν έκλεισα την πόρτα να φύγω από τη μεγάλη μου στεναχώρια έπεσα στα σκαλιά».
Η Γιωργούλα Βαρνάβα κατάφερε τελικά μετά από πολλά χρόνια να δαμάσει τους εφιάλτες της και να επιστρέψει στο σπίτι που δεν πρόλαβε να ζήσει τα όνειρά της με τον Αντρίκο της. «Προλαβαίνεις σε εννέα μήνες να ζήσεις εκείνα που θέλεις να ζήσεις; Να κάνεις οικογένεια να κάνεις... Προλαβαίνεις;» Επέστρεψε αλλά κλείδωσε τις αναμνήσεις εννέα μηνών στους τέσσερις τοίχους του συζυγικού τους δωματίου. Ένα δωμάτιο, στο οποίο ο χρόνος σταμάτησε στις 8 Αυγούστου του 1974, τότε που είδε για τελευταία φορά τον Αντρίκο της. «Τα λόγια είναι λίγα μέσα σε αυτά που νιώθεις. Κανένας, εάν δεν τα ζήσει, δεν τα νιώθει. Όταν πας κάπου βλέπεις τις οικογένειες. Δεν τις ζηλεύεις, αλίμονο, μη κακό χίλιες φορές να ζηλέψεις τους γονείς σου ή τις αδελφές σου, γιατί έχουν οικογένειες. Κοντά σε αυτούς χαίρεσαι και εσύ».
Η Γιωργούλα Βαρνάβα τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια ζει μόνη της στο σπίτι που δεν έζησε με τον αγνοούμενο σύζυγο της. Κατάφερε να κρύψει τους εφιάλτες, ζώντας μέσα από τις ζωές δικών της ανθρώπων. «Όταν παντρεύτηκε η αδελφή μου και έκανε το πρώτο της παιδί άλλαξε η ζωή μου. Ειλικρινά. Όταν έπιασα το μωρό στην αγκαλιά μου της αδελφής μου άλλαξε η ζωή μου». Η Γιωργούλα Βαρνάβα δεν ξανάφτιαξε ποτέ τη ζωή της. Έμεινε μόνη, περιμένοντας τον άνθρωπό της. Μέχρι, και σήμερα έχει μέσα της μια κρυφή ελπίδα. Ένα πόθο που της δίνει δύναμη. «Σήμερα λες κάτι θα γίνει. Πηγαίναμε, έρχονταν ο ένας, κάτι θα γίνει. Μετά μας έλεγαν ότι κάτι θα γίνει. Λες γιατί; Και εγώ από την άλλη έλεγα: Τώρα εγώ αν ήμουν στη θέση εκείνου, θα ήμουν ευχαριστημένη να με αφήσει. Έτσι το έπαιρνα και τους έλεγα. Αν ήμουν άρρωστη και ήταν εκείνος, θα ήμουν ευχαριστημένη να με αφήσει και να πει είναι άρρωστη; Δεν θα μου άρεσε». Για την περίπτωση του αγνοούμενου Ανδρέα Βαρνάβα, όπως και για άλλους αγνοούμενους, έχει γίνει προσφυγή κατά της Τουρκίας στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Η Τουρκία είναι υπόλογη για την απάνθρωπη συμπεριφορά που έχουν υποστεί οι συγγενείς των αγνοουμένων, ενώ ζητείται να γίνουν αποτελεσματικές έρευνες για διακρίβωση της τύχης αυτών των ανθρώπων σε περιοχές που είναι, υπό τον έλεγχο της Τουρκίας».