Kathimerini.gr
THE NEW YORK TIMES / JONATHAN ALTER
«Η Ιστορία δεν επαναλαμβάνεται, αλλά κάποιες φορές κάνει ομοιοκαταληξία», σύμφωνα με τον αφορισμό που αποδίδεται στον Μαρκ Τουέιν. Αν είναι έτσι, τότε ο Φράνκλιν Ρούζβελτ και ο Τζο Μπάιντεν μπορούν να θεωρηθούν δίστιχο. Με κάποια διαλείμματα και με την επιδέξια τακτική του για την προώθηση μεταρρυθμιστικών νομοσχεδίων στο Κογκρέσο, ο νέος πρόεδρος φαίνεται να κινείται με το ίδιο τέμπο που χαρακτήριζε το εντυπωσιακά δυναμικό ξεκίνημα του Ρούζβελτ στον Λευκό Οίκο. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο Μπάιντεν θα έχει μεταμορφώσει τη χώρα την 1η Μαΐου, όταν θα έχουν συμπληρωθεί οι πρώτες 100 ημέρες του στην προεδρία – το συμβολικό, αν και αυθαίρετο ορόσημο που είχε θέσει ο Ρούζβελτ το 1933. Αν όμως «η Αμερική πάρει στα χέρια της το μέλλον της», όπως υποσχέθηκε ο πρόεδρος, τότε ο ίδιος θα πρέπει να πετύχει μέσα στην πανδημία ό,τι πέτυχε ο Ρούζβελτ μέσα στη Μεγάλη Υφεση: να αποκαταστήσει την πίστη των πολιτών στην ιδέα ότι η για μεγάλο διάστημα περιφρονημένη ομοσπονδιακή κυβέρνηση μπορεί να πετύχει γρήγορα απτά επιτεύγματα.
Με ένα από τα μεγαλύτερα και ταχύτερα προγράμματα εμβολιασμού στον κόσμο και με τη διάθεση 1,9 τρισ. δολαρίων για την ανακούφιση των μη προνομιούχων από τις οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας, ο Μπάιντεν έδωσε σαφή δείγματα γραφής. Ο ευρύτερος στόχος του είναι να μεταμορφώσει τις ΗΠΑ, αλλάζοντας τους όρους της πολιτικής διαπάλης. Οπως ο Ρούζβελτ κατάλαβε ότι η φιλοσοφία του laissez-faire, που ακολουθούσαν οι προκάτοχοί του, δεν μπορούσε να στηρίξει την ανοικοδόμηση του έθνους στις συνθήκες της κρίσης, έτσι και ο Μπάιντεν βλέπει ότι ο καπιταλισμός της αγοράς, που διαμορφώθηκε στα χρόνια του Ρόναλντ Ρέιγκαν, είναι ανεπαρκής. Με το New Deal, ο Ρούζβελτ μετατόπισε την ευθύνη για την αντιμετώπιση της φτώχειας και της ανεργίας από τον ιδιωτικό τομέα και τις τοπικές κοινότητες, στην κεντρική κυβέρνηση. Η ίδια φιλοσοφία βρίσκεται στον πυρήνα της εσωτερικής ατζέντας του Μπάιντεν: και οι δύο έδωσαν προτεραιότητα στη δημιουργία θέσεων εργασίας και στις κρατικές επενδύσεις στις υποδομές.
Στον τομέα της ανακούφισης των μη προνομιούχων το πρόγραμμα του Μπάιντεν ξεπερνά, με όρους αγοραστικής δύναμης του 1933, εκείνο των πρώτων 100 ημερών του Ρούζβελτ. Οσο για την ανάκαμψη της οικονομίας, το μεγάλο πρόγραμμα επενδύσεων, ύψους δύο τρισ. δολαρίων, συναντά ήδη σφοδρές αντιδράσεις από τους Ρεπουμπλικανούς στο Κογκρέσο. Ωστόσο, ο Μπάιντεν είχε την έξυπνη ιδέα να το σπάσει σε διάφορα μέρη, πολλά από τα οποία κατευθύνονται σε ελεγχόμενες από τους Ρεπουμπλικανούς πολιτείες, κάτι που θα μπορούσε να του εξασφαλίσει αρκετές ψήφους Ρεπουμπλικανών γερουσιαστών ώστε το σχέδιό του να πάρει το πράσινο φως. Αυτά τα φιλόδοξα σχέδια θα χρηματοδοτηθούν από την αύξηση των φόρων στα επιχειρηματικά κέρδη και στα εισοδήματα άνω των 400.000 δολαρίων τον χρόνο – σαφώς μικρότερη, όμως, από τις αυξήσεις που είχε επιβάλει ο Ρούζβελτ. Εκεί που θα συναντήσει μεγαλύτερες δυσκολίες ο Δημοκρατικός πρόεδρος, είναι στον τρίτο πυλώνα της εσωτερικής πολιτικής του, τη μεταρρύθμιση. Με τα σημερινά δεδομένα, για να περάσει τα νομοσχέδια που θα αλλάξουν το καθεστώς σε ό,τι αφορά το δικαίωμα ψήφου, την οπλοκατοχή και τη μετανάστευση, θα πρέπει να μη χάσει ούτε έναν Δημοκρατικό γερουσιαστή και να κερδίσει 10 Ρεπουμπλικανούς. Ενας πολύ υψηλός, σχεδόν ακατόρθωτος στόχος, εκτός αν οι Δημοκρατικοί καταφέρουν να αναθεωρήσουν τη διαδικασία του filibuster, που επιτρέπει στην εκάστοτε μειοψηφία να κωλυσιεργεί επ’ άπειρον, για να επιβάλει, τελικά, συμβιβασμούς προς όφελός της. Ο Ρούζβελτ είχε πιο εύκολο έργο, καθώς διέθετε ευρείες πλειοψηφίες των Δημοκρατικών και στα δύο νομοθετικά σώματα, αν και δεν έλειπε η σκληρή αντιπολίτευση όχι μόνο από τους Ρεπουμπλικανούς, αλλά και από συντηρητικούς Δημοκρατικούς του Νότου.
Ο αποφασιστικός παράγοντας, τότε και τώρα, είναι η ιδιοσυγκρασία του προέδρου. Λίγες μέρες μετά την ορκωμοσία του, ο Ρούζβελτ παρέστη σε δεξίωση για τα γενέθλια των 92 χρόνων του δικαστή Ολιβερ Χολμς, πρώην μέλους του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Αφού ο Ρούζβελτ αποχώρησε, ο Χολμς σχολίασε: «Δεύτερης τάξεως διάνοια, πρώτης τάξεως ιδιοσυγκρασία». Το ίδιο θα μπορούσε να πει κανείς για τον Μπάιντεν. Και οι δύο άνδρες γνώρισαν σκληρά πλήγματα της μοίρας (ο Ρούζβελτ καθηλώθηκε σε αναπηρικό καροτσάκι λόγω πολιομυελίτιδας, ενώ ο Μπάιντεν έχασε την πρώτη σύζυγο και δύο παιδιά του), τα οποία τους προίκισαν με ενσυναίσθηση και ικανότητα άμεσης επικοινωνίας με τον απλό κόσμο. Οτιδήποτε και να μας επιφυλάσσει το μέλλον, αυτή τη στιγμή Ρούζβελτ και Μπάιντεν συνδέονται στενά με το μέγεθος και το εύρος των προοδευτικών τους φιλοδοξιών. Ο Τζίμι Κάρτερ ήρθε στην εξουσία όταν οι ιδέες της Αριστεράς έπνεαν τα λοίσθια, διεθνώς και στις ΗΠΑ. Ο Μπιλ Κλίντον υποστήριξε ότι «η εποχή του μεγάλου κράτους έχει παρέλθει». Ο Μπαράκ Ομπάμα υποχρεώθηκε να συμβιβαστεί απέναντι στους θιασώτες της οικονομικής ορθοδοξίας. Ο Τζο Μπάιντεν ήταν τυχερός γιατί ήρθε στον Λευκό Οίκο όταν οι κατά Σλέσινγκερ «κύκλοι της αμερικανικής Ιστορίας» κινούνταν προς τα αριστερά. Είναι ο πρώτος πρόεδρος μετά τον Λίντον Τζόνσον που μπορεί να ονομαστεί κληρονόμος του Ρούζβελτ. Σύντομα θα ξέρουμε αν θα σπαταλήσει αυτή την κληρονομιά ή αν θα την επαυξήσει.
Εξοδος από το Αφγανιστάν
THE NEW YORK TIMES, DAVID SANGER
Η απόφαση του Μπάιντεν να αποσύρει όλα τα αμερικανικά στρατεύματα από το Αφγανιστάν μέχρι την 11η Σεπτεμβρίου του 2021, εικοστή επέτειο των τρομοκρατικών επιθέσεων –απόφαση που γνωστοποιήθηκε την Τρίτη– βασίστηκε στη βαθιά ριζωμένη πεποίθησή του για το ατελέσφορο των προσπαθειών για αναμόρφωση της χώρας αυτής, ιδιαίτερα τώρα που προέχουν η μεταρρυθμιστική κοινωνική του ατζέντα και η αντιμετώπιση νέου τύπου εξωτερικών απειλών. Η επιλογή του εμπεριέχει ρίσκο. Ωστόσο, είναι σαφές ότι ο Μπάιντεν θεωρεί πως η ανάσχεση μιας ανερχόμενης Κίνας έχει προτεραιότητα έναντι της ιδέας ότι, με λίγα ακόμη χρόνια περιορισμένης στρατιωτικής παρουσίας και με κάμποσα δισεκατομμύρια δολάρια επιπλέον, οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να πετύχουν στο Αφγανιστάν ό,τι δεν πέτυχαν αυτά τα 20 χρόνια εκατοντάδες χιλιάδες στρατιωτών και δύο τρισ. δολάρια. Και είναι αλήθεια ότι κανείς δεν επωφελήθηκε περισσότερο από τους Κινέζους με τις άγονες, μεγάλου κόστους επεμβάσεις των ΗΠΑ σε Ιράκ και Αφγανιστάν.