ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Η υπόθεση Γκερσκόβιτς θυμίζει μία «κατασκοπική» ιστορία από τον Ψυχρό Πόλεμο

Η ανταλλαγή του Αμερικανού δημοσιογράφου, Έβαν Γκερσκόβιτς, στο πλαίσιο της ανταλλαγής κρατουμένων μπορεί να εξεταστεί μόνο αφότου δικασθεί, λέει η Μόσχα

Η Ρωσία ανακοίνωσε ότι μια πιθανή ανταλλαγή κρατουμένων, στην οποία θα περιλαμβάνεται και ο δημοσιογράφος της εφημερίδας Wall Street Journal, Εβαν Γκερσκόβιτς, μπορεί να εξετασθεί αφότου δικασθεί.

Ο Γκερσκόβιτς συνελήφθη τον περασμένο μήνα, αφότου η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Ασφαλείας της Ρωσίας (FSB) τον κατηγόρησε ότι συνέλεγε διαβαθμισμένες πληροφορίες για ένα στρατιωτικό εργοστάσιο, ισχυρισμό τον οποίο η Wall Street Journal και οι Ηνωμένες Πολιτείες απέρριψαν ως ψευδή.

«Το ζήτημα της ανταλλαγής οποιουδήποτε μπορεί να εξεταστεί αφότου το δικαστήριο εκδώσει την ετυμηγορία του ειδικά για αυτήν ή εκείνη την κατηγορία», δήλωσε ο Ρώσος υφυπουργός Εξωτερικών, Σεργκέι Ριαμπκόφ.

Η σύλληψη Γκερσκόβιτς στη Ρωσία θύμισε σε πολλούς μία υπόθεση που εκτυλίχθηκε πριν από σχεδόν τέσσερις δεκαετίες, στο απόγειο του Ψυχρού Πολέμου. Σύμφωνα με δημοσίευμα της WSJ, ο Νίκολας Ντανίλοφ, ανταποκριτής του U.S. News & World Report, είχε κατηγορηθεί για κατασκοπεία το 1986 από την KGB.

Η FSB, ο διάδοχος της KGB, συνέλαβε τον κ. Γκερσκόβιτς. Όπως υπογραμμίζει η WSJ, είχε διαπιστευθεί στη Ρωσία από το υπουργείο Εξωτερικών της χώρας τη στιγμή της κράτησής του.

Όπως έγινε με τη σύλληψη του κ. Γκερσκόβιτς, αντιστοίχως και με εκείνη του κ. Ντανίλοφ πυροδοτήθηκε ένα διεθνές επεισόδιο, οδηγώντας Μόσχα και Ουάσιγκτον σε μια περίοδο αυξημένης έντασης.

Ο κ. Ντανίλοφ, ο οποίος έπεσε σε μια παγίδα που έστησε η KGB, τελικά αφέθηκε ελεύθερος σε ανταλλαγή κρατουμένων, μια τακτική που χρησιμοποιούσαν οι ΗΠΑ για να εξασφαλίσουν την απελευθέρωση άλλων κρατουμένων στη Ρωσία.

Στις δεκαετίες που ακολούθησαν τη σύλληψη του κ. Ντανίλοφ, η Σοβιετική Ένωση κατέρρευσε και η Ρωσία έγινε πολύ πιο ανοιχτή στην κάλυψη από ξένους δημοσιογράφους.

Αλλά υπό τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν –ειδικά από τότε που διέταξε την εισβολή στην Ουκρανία- η Μόσχα έχει περιορίσει την πρόσβαση σε ξένους δημοσιογράφους, πολλοί από τους οποίους έχουν εγκαταλείψει τη χώρα.

Η σύλληψη Γκερσκόβιτς είναι δηλωτική των εξαιρετικά ψυχρών σχέσεων μεταξύ Μόσχας και Δύσης. Σήμερα, η εμπειρία του Ψυχρού Πολέμου του 88χρονου Νίκολας Ντανίλοφ, που ζει με τη σύζυγό του στη Μασαχουσέτη, έχει αποκτήσει ενδιαφέρον καθώς ήταν ο τελευταίος Αμερικανός ρεπόρτερ που συνελήφθη από τη Ρωσία.

Η περίπτωσή του παρέχει πληροφορίες για τις μεθόδους που χρησιμοποιούσαν οι υπηρεσίες ασφαλείας της Ρωσίας και η Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών σε μια προηγούμενη εποχή.

Η παγίδα της KGB

Ένα χρόνο πριν τη σύλληψή του, ο κ. Ντανίλοφ βρήκε έναν φάκελο στο γραμματοκιβώτιό του στη Μόσχα. Μέσα στον φάκελο βρήκε έναν άλλον που απευθυνόταν στον πρέσβη των ΗΠΑ στη Μόσχα. Όταν άνοιξε αυτόν τον φάκελο, βρήκε έναν τρίτο φάκελο που απευθυνόταν στον Ουίλιαμ Κάσεϊ, τότε διευθυντή της CIA. Μέσα σε αυτόν τον φάκελο, βρήκε ένα γράμμα επτά σελίδων, χειρόγραφο με μέθοδο της στενογραφίας. Στο κείμενο αμέσως αναγνώρισε μια ρωσική λέξη που σημαίνει «πύραυλος».

Η σύζυγος του κ. Ντανίλοφ, Ρουθ, μιλώντας στην WSJ, αποκάλυψε ότι φοβούνταν πως η επιστολή ήταν ψεύτικη και συντάχθηκε από την KGB για να τους παγιδεύσει και να τους κατηγορήσει για κατασκοπεία. Σκέφτηκαν να την παραδώσουν σε ένα κοντινό αστυνομικό τμήμα, αλλά αν η επιστολή ήταν αληθινό, αυτό θα έθετε σε κίνδυνο τον συντάκτη. Σκέφτηκαν επίσης να κάψουν την επιστολή, αλλά ανησυχούσαν ότι έτσι θα κατέστρεφαν ένα μήνυμα ζωτικής σημασίας για τις ΗΠΑ.

Το ζευγάρι πήγε με το ΙΧ του από το διαμέρισμα τους στην Πρεσβεία των ΗΠΑ, μία διαδρομή που η κυρία Ντανίλοφ είπε ότι ήταν η πιο τρομακτική της ζωής τους, γιατί περίμεναν να τους σταματήσει η KGB.

Στην πρεσβεία, παρέδωσαν την επιστολή στον επικεφαλής πολιτιστικό ακόλουθο, ο οποίος τη μετέφερε στη CIA – μια κίνηση που θα περιέπλεκε πολύ τη ζωή του κ. Ντανίλοφ στο μέλλον, σύμφωνα με τα απομνημονεύματα του.

Ο κύριος Ντανίλοφ ήταν ένας έμπειρος άνθρωπος στη Ρωσία. Είχε εργαστεί στη Μόσχα τη δεκαετία του 1960 στην United Press International και στις αρχές της δεκαετίας του 1980 επέστρεψε ως προϊστάμενος του γραφείου για το U.S. News & World Report. Η δεύτερη αποστολή του στη Μόσχα εκτυλίχθηκε μια τεταμένη περίοδο μεταξύ της KGB και της CIA.

Στη Μόσχα εκείνη την εποχή, η CIA συγκέντρωσε μερικές από τις πιο πολύτιμες πληροφορίες της από τους λεγόμενους εθελοντές: Σοβιετικούς επιστήμονες ή αξιωματούχους των υπηρεσιών ασφαλείας, που ήταν δυσαρεστημένοι με το σοβιετικό σύστημα και παρέδιδαν κρυφά μηνύματα απόρρητων πληροφοριών στα κλειδωμένα αυτοκίνητα των διπλωματών των ΗΠΑ, που ήταν σταθμευμένα κοντά στην πρεσβεία.

Το προσωπικό της πρεσβείας των ΗΠΑ συνήθιζε να αφήνει τα παράθυρα των ΙΧ ανοιχτά για να διευκολύνουν τέτοιες ενέργειες, σύμφωνα με τον Μιλτ Μπίρντεν, πρώην αξιωματικό της CIA που βοήθησε στην επίβλεψη επιχειρήσεων κατά της Σοβιετικής Ένωσης.

Η CIA ήταν περιορισμένη, ωστόσο, αναφορικά με ποιον να μπορούσε να επιστρατεύσει μεταξύ των Αμερικανών. Μετά από μια σειρά ακροάσεων στο Κογκρέσο, η CIA το 1977 υιοθέτησε μία πολιτική απαγορεύσεων κατά της αξιοποίησης Αμερικανών δημοσιογράφων, κληρικών και εργαζομένων σε οργανώσεις ανθρωπιστικής βοήθειας. Νόμος που ψηφίστηκε εκείνο το έτος, επέβαλε την ειδοποίηση στο Κογκρέσο και την έγκριση από τον πρόεδρο των ΗΠΑ για τη επιστράτευση Αμερικανού δημοσιογράφου σε επιχείρηση πληροφοριών.

Υπήρχαν περιπτώσεις, κατά τις οποίες οι απόρρητες πληροφορίες έφταναν εκ των πραγμάτων στα χέρια των Αμερικανών δημοσιογράφων, καθώς ήταν από τους ελάχιστους Αμερικανούς που διέμεναν στη Μόσχα εκείνη την εποχή.

Το 1981, ένας Σοβιετικός πολίτης μπήκε σε αίθουσα σύνταξης αμερικανικού πρακτορείου ειδήσεων στη Μόσχα και άφησε ένα πακέτο 250 σελίδων – ένας δημοσιογράφος το παρέδωσε στη συνέχεια στη CIA. Το πρακτορείο υποσχέθηκε να μην αποκαλύψει ποτέ την ταυτότητα του δημοσιογράφου.

Το πακέτο ήταν μια άνευ προηγουμένου συλλογή πληροφοριών σχετικά με τα σοβιετικά πυρηνικά όπλα, τόσο εκτεταμένη στις λεπτομέρειες που οδήγησε τις ΗΠΑ να επανασχεδιάσουν τις εκτιμήσεις τους για ολόκληρο το σοβιετικό πυρηνικό πρόγραμμα. Η CIA δεν έμαθε ποτέ την ταυτότητα του συντάκτη.

Στη συνέχεια, τέσσερα χρόνια αργότερα, ο κ. Ντανίλοφ παρέδωσε το νέο πακέτο, που προκάλεσε αίσθηση στα κεντρικά γραφεία της CIA. Το Γραφείο Επιστημονικής και Έρευνας Όπλων ήταν πεπεισμένο ότι ο ίδιος άνθρωπος, χρησιμοποιώντας την ίδια μέθοδο στενογραφίας, είχε συντάξει το κείμενο των 250 σελίδων το 1981.

Ο διευθυντής του Σοβιετικού κλάδου της CIA στο Λάνγκλεϊ, Μπάρτον Γκέρμπερ, διέταξε τον σταθμό της CIA της Μόσχας να εντοπίσει τον συντάκτη και ζητήθηκε η βοήθεια του κ. Ντανίλοφ.

Η σύλληψη του Ντανίλοφ

Σε απομνημονεύματα, ο δημοσιογράφος έγραψε ότι κλήθηκε στην πρεσβεία για μια συνομιλία με έναν άνδρα που αργότερα έμαθε ότι ήταν ο επικεφαλής του σταθμού της CIA στη Μόσχα. Η συνάντηση πραγματοποιήθηκε μέσα στο «Bubble», ειδική αίθουσα που ήταν αδιαπέραστη από συσκευές υποκλοπής.

Σε συνέντευξή του πριν από ένα μήνα, ο κ. Ντανίλοφ είπε ότι φοβόταν να βοηθήσει. Η πρεσβεία «μερικές φορές ενήργησε με τέτοιο τρόπο που με έθετε σε κίνδυνο. Δεν ήταν πάντα τα πιο διακριτικά άτομα». Πρόσθεσε ότι παρέδωσε το όνομα και τον αριθμό τηλεφώνου ενός ατόμου που νόμιζε ότι άφησε το πακέτο.

Πιάνοντας το νήμα, αξιωματούχοι της CIA ανέφεραν το όνομα του κ. Ντανίλοφ δύο φορές – μία φορά χρησιμοποιώντας τη ρωσική εκδοχή του μικρού του ονόματος σε μια κλήση και μία ακόμα χρησιμοποιώντας το μικρό όνομά του σε μια επιστολή. Η KGB εντόπισε και τις δύο αναφορές, καθώς κατάφερε να υποκλέψει την τηλεφωνική κλήση και την αλληλογραφία.

Ο κ. Μπίρντεν, πρώην αξιωματικός της CIA, τόνισε ότι η KGB έμαθε τα πάντα επειδή ο κ. Ντανίλοφ μάλλον έκανε λάθος σχετικά με το ποιος άφησε το πακέτο. Το πρόσωπο που ανέφερε ήταν πηγή της KGB.

Ο κ. Ντανίλοφ διαπίστωσε ότι κάτι είχε πάει στραβά. Όταν παρακολούθησε μια συνέντευξη Τύπου της πρεσβείας, Αμερικανός διπλωμάτης τον τράβηξε στην άκρη και τον προειδοποίησε να είναι προσεκτικός, χωρίς να εξηγήσει γιατί. Υπογράμμισε ότι οι ανησυχίες του υποχώρησαν καθώς περνούσαν μήνες και πλησίαζε στο τέλος της αποστολής του στη Μόσχα το 1986.

Αυτό που πυροδότησε τη σύλληψη του, λένε αξιωματούχοι των ΗΠΑ, ήταν ένα γεγονός στο οποίο έδωσε ελάχιστη προσοχή: μια επιχείρηση σύλληψης του FBI εναντίον ενός Σοβιετικού στη Νέα Υόρκη το 1986.

Ο φυσικός, Γενάντι Ζαχάρωφ, ήταν υπάλληλος της Γραμματείας των Ηνωμένων Εθνών. Το FBI τον συνέλαβε σε μια πλατφόρμα του μετρό στο Κουίνς, αφού έδωσε 1.000 δολάρια σε μετρητά σε έναν πληροφοριοδότη του FBI που είχε προσφερθεί να του πουλήσει σχέδια που περιέγραφαν κινητήρες τζετ της Πολεμικής Αεροπορίας των ΗΠΑ. Επειδή η δουλειά του κ. Ζαχάρωφ δεν προσέφερε διπλωματική ασυλία, αντιμετώπισε μακροχρόνια ποινή φυλάκισης.

Μια εβδομάδα αργότερα, ο κ. Ντανίλοφ συναντήθηκε με έναν Σοβιετικό γνωστό του σε ένα πάρκο της Μόσχας για να τον αποχαιρετήσει πριν την αναχώρησή του από τη χώρα. Ως δώρο, ο κ. Ντανίλοφ του έφερε ένα πακέτο με μυθιστορήματα του Στίβεν Κινγκ. Σε αντάλλαγμα, ο κ. Ντανίλοφ πήρε ένα πακέτο μέσα στο οποίο ο ίδιος νόμιζε ότι υπήρχαν αποκόμματα από περιφερειακές εφημερίδες της Ρωσίας.

Η συνάντηση ήταν στην πραγματικότητα μια παγίδα και ο κ. Ντανίλοφ θα μάθαινε αργότερα ότι το πακέτο περιείχε δύο χάρτες με την ένδειξη «άκρως απόρρητο».

Μία κλούβα με πράκτορες της KGB περίμενε κοντά και συνέλαβε τον κ. Ντανίλοφ μέσα σε λίγα λεπτά. Κατηγορήθηκε για κατασκοπεία και μεταφέρθηκε στη φυλακή Λεφόρτοβο, στο ίδιο μέρος όπου κρατείται ο κ. Γκερσκόβιτς.

Ο Λευκός Οίκος αρχικά αρνήθηκε να ανταλλάξει τον κ. Ντανίλοφ με τον σοβιετικό φυσικό που είχε συλλάβει το FBI στη Νέα Υόρκη, λέγοντας ότι ο κ. Ντανίλοφ ήταν δημοσιογράφος και δεν υπήρχε βάση για ανταλλαγή.

Ο τότε υπουργός Εξωτερικών Τζορτζ Σουλτς τάχθηκε υπέρ μιας ανταλλαγής αφού έμαθε την περίπλοκη ιστορία που οδήγησε στην επαφή του κ. Ντανίλοφ με τη CIA. «Η CIA είχε εκθέσει τον Ντανίλοφ στην KGB», έγραψε στα απομνημονεύματά του. «Ένιωσα έντονα ότι είχαμε μια ιδιαίτερη υποχρέωση απέναντι στον Ντανίλοφ εξαιτίας αυτού που του είχε κάνει η CIA».

Ο κ. Μπίρντεν, επόπτης της CIA, αμφιβάλλει ότι οι υπηρεσίες ασφαλείας της Ρωσίας πιστεύουν ότι δημοσιογράφοι, όπως ο κ. Ντανίλοφ ή ο κ. Γκερσκόβιτς, κατασκόπευαν πράγματι για τις ΗΠΑ, αλλά ότι η KGB συγκέντρωσε πληροφορίες για δημοσιογράφους σαν αυτούς επειδή συμπεριφέρονται με τρόπο που οι Ρώσοι πιστεύουν ότι τους καθιστά αποτελεσματικούς κατασκόπους.

Συγκεκριμένα, και οι δύο μιλούσαν άπταιστα ρωσικά, ταξίδευαν και αναμειγνύονταν εύκολα με Ρώσους και δεν είχαν πρόβλημα να συλλέξουν πληροφορίες σε μια εποχή που η Ρωσία ήταν ή είναι ευαίσθητη σχετικά με τα στρατιωτικά μυστικά της.

«Στον κόσμο αυτό, η συλλογή πληροφοριών και η δημοσιογραφία είναι το ίδιο πράγμα», είπε ο κ. Μπίρντεν. «Έτσι, μερικές φορές, όταν βλέπουν έναν καλό ρεπόρτερ, αποφασίζουν να ρίξουν τα βλέμματά τους επάνω του».

Πηγή: Wall Street Journal

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Κόσμος: Τελευταία Ενημέρωση

X