Έχοντας δει φωτογραφίες και βίντεο της διαδήλωσης, το μέγεθος και τον παλμό της, σκέφτηκα να αποπειραθώ από τη μια να «βρεθώ» νοητικά ανάμεσα στους παρευρισκόμενους, διότι είναι μεγάλη η πιθανότητα εσφαλμένης έποψης που λόγω απόστασης θα τείνει να δει ως ομοιογενές το πλήθος, και από την άλλη να προσπαθήσω να δείξω τις πιθανές κινητήριες δυνάμεις (drivers) των διαδηλωτών που δυνατόν να σπρώχνουν διαφορετικές υποομάδες σε κοινές αντιδράσεις.
Στο παρόν άρθρο θα αναφερθούν κατ’αρχάς τρεις γενικές περιοχές κρίσης οι οποίες θεωρώ ότι τροφοδοτούν και πληροφορούν τις δυσκολίες για διαμόρφωση κοινωνικής συναντίληψης ως προς τον τρόπο αντιμετώπισης της Πανδημίας με όρους απαυγάσματος από την αρένα των ιδεών. Στη συνέχεια θα αναφερθούν τέσσερα σημεία για τα οποία θα μπορούσε να υπάρχει περισσότερη διαφάνεια από τους αρμόδιους και τους ειδικούς διότι η κυνικότητα της επικοινωνιακά μεροληπτικής παρουσίασης και αφηγήματος (πολιτικό spin) ενδυναμώνει την δικαιολογημένη καχυποψία όσων αμφισβητούν αρμόδια άτομα και θεσμούς.
Κρίση της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Στη δυσφήμιση της φιλελεύθερης δημοκρατίας στη Δύση συμμετέχουν εξίσου οι θεωρούμενοι μετριοπαθείς του πολιτικού στερεώματος με τους υπόλοιπους του πολιτικού φάσματος. Δεν διασώζεται κανείς. Στη Δύση θεσμοί της δημοκρατίας, περιλαμβανομένων των ΜΜΕ, έχουν καταστεί από το πολιτικό προσωπικό δυσλειτουργικοί και καταληφθέντες από ειδικά συμφέροντα (regulatory capture). Ιδιοτελές, στην πλειοψηφία του, πολιτικό προσωπικό το οποίο μοιράζεται το κρεβάτι του, στην Κύπρο τουλάχιστον, με τον ντόπιας κοπής κουμπαρο-χωρκατο-φιλισταιο-καπιταλισμό και πιάνεται διαρκώς με το χέρι στο γλυκό. Όταν οι παγκόσμιες συγκυρίες και οι ομολογουμένως σημαντικότατες δυνατότητες του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος [από άποψη κινητροποίησης, καινοτομίας, αποτελεσματικότητας-effectiveness και αποδοτικότητας-efficiency _ σε βαθμό κατασπατάλησης πόρων λόγω μονομανούς προσανατολισμού στην κατανάλωση και οικονομική μεγέθυνση με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τους πληθυσμούς της γης που ζουν στη φτώχεια καθώς και για τον ίδιο τον πλανήτη ως (οικο)σύστημα] ευνοούν οικονομική ανάπτυξη οι πολίτες βλέπουν και καταλαβαίνουν τι γίνεται με το διαπλεκόμενο και ιδιοτελές πολιτικό προσωπικό, αλλά λουφάζουν και απολαμβάνουν το trickle down οικονομικό όφελος. Αλλά αυτή τη φορά βρισκόμαστε εδώ και 15 χρόνια σε παγκόσμια οικονομική κρίση τις συνέπειες της οποίας βιώνουν τα μεσαία και κατώτερα στρώματα των δυτικών κοινωνιών με το trickle down οικονομικό όφελος να τείνει να στερέψει . Άσε που στις δυτικές χώρες οι «ειδικοί» και οι πολιτικοί υπόσχονταν και υπόσχονται μέσω της παγκοσμιοποίησης του εμπορίου και των επενδύσεων φτηνά εισαγόμενα καταναλωτικά προϊόντα σε ομάδες πληθυσμού που αποτελούν generic labour (σε αντίθεση με τους “self-programmable labour”) που βλέπουν τα εισοδήματα, αν όχι τις ίδιες τις δουλειές τους, να χάνονται είτε διότι εξάχθηκαν στην Ασία_ όχι λόγω μεγαλοψυχίας για άνοδο του βιοτικού επιπέδου του υπόλοιπου πλανήτη αλλά για μεγιστοποίηση κερδών των ανώτερων στρωμάτων_, είτε λόγω της αυτοματοποίησης, δηλαδή της τεχνολογίας, δηλαδή της επιστήμης.
Το πολιτικό προσωπικό, για να αποσπά την προσοχή της κοινής γνώμης και των ψηφοφόρων, για αντιπερισπασμό δηλαδή και απόσειση ευθυνών, καλλιεργεί διαχρονικά σε κάθε χώρα, όπως και στη δική μας, την αίσθηση απειλής για εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς, σπεύδει στην πατριωτική πλειοδοσία, συμμετέχει σε συνωμοσιολογικά αφηγήματα για το πώς ο υπόλοιπος κόσμος δήθεν ζηλεύει και επιβουλεύεται το δικό μας εκλεκτό έθνος το οποίο δέχεται κρυφό, ύπουλο πόλεμο από γνωστά-άγνωστα κέντρα που δρουν υπογείως και έτσι εξηγείται το γιατί δεν απολαμβάνει την δικαιωματική του θέση στην κορυφή του κόσμου που το σχολικό εκπαιδευτικό σύστημα φροντίζει να θεωρούν ότι δικαιούνται όλοι οι περιούσιοι. Ταυτόχρονα, από το πολιτικό προσωπικό και τους τεχνοκράτες εκπορεύονται δύο αντιφατικές θέσεις: με την πρώτη θέση οι φιλελεύθεροι και οι προοδευτικοί υποβαθμίζουν την όποια υπαρκτή πρόκληση δημιουργείται από την πολύ-πολιτισμικότητα, αποδίδοντας την σε ρατσισμό και σε χαρακτηρισμούς περί ρατσισμού, αντί αναγνώρισης των μεγάλων προκλήσεων αλλά ταυτόχρονα και της προοπτικής εποικοδομητικής και δημιουργικής αντιμετώπισής τους στο πλαίσιο της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Με τη δεύτερη θέση, καλλιεργείται ρατσισμός κατά όλων των αλλοδαπών στο νησί μεταναστών, προσφύγων κ.α. ως αντιπερισπασμός για όλες τις αθετημένες υποσχέσεις (στη δε Κύπρο διαχρονικά οι κυβερνήσεις δημιουργούν τις συνθήκες για απάνθρωπη εκμετάλλευση οικονομικών μεταναστών στο νησί, διότι ως κοινωνία θέλουμε φτηνό κρέας, γάλα, delivery, υπηρέτες και υπηρέτριες, χωρίς ελπίδα να καταστούν συμπολίτες μας).
Κρίση επιστημολογίας. Η κρίση της φιλελεύθερης δημοκρατίας και των θεσμών της και η καχυποψία προς τους φορείς της σχετικοποιεί ακόμη και την διασυνδεδεμένη επιστημολογία της, που είναι κληρονομιά του διαφωτισμού, από τη μια λόγω της διάδοσης υπεραπλουστευμένων, λαϊκο-ποπ και ακραίων προσλήψεων της μεταμοντέρνας επιστημολογίας και οντολογίας και από την άλλη λόγω ευρημάτων της κοινωνιολογίας/ιστορίας/φιλοσοφίας της επιστήμης που δείχνουν παρόμοιες "επιμολύνσεις" ( η εξέλιξη της επιστήμης ως προς τις κατευθύνσεις έρευνας, ως προς τα κίνητρα , ως προς συμμετοχή στο regulatory capture, στην κατά παραγγελία επιστημονική έρευνα από εταιρείες και ειδικά συμφέροντα, στην αμφιβιωτική σχέση της με τον πόλεμο, ως προς ταυτοτικά καθοριζόμενη μεροληψία κλπ., κλπ.) με τους υπόλοιπους θεσμούς και φορείς της φιλελεύθερης δημοκρατίας που έτσι κι αλλιώς πλέον είναι προκαταβολικά, αλλά όχι χωρίς πολλές, μα πολλές αφορμές, ύποπτοι. Οι ίδιοι λοιπόν φορείς λένε τώρα ότι πρέπει να τύχουν εμπιστοσύνης και οι ίδιοι οι θεσμοί του φιλελεύθερου δημοκρατικού κράτους και η επιστήμη. Δυστυχώς αυτά έχουν σπιλώσει την αξιοπιστία των φορέων της επιστήμης, έτσι ρητορικά δηλητηριάζεται εύκολα το πηγάδι από καλοπροαίρετους δύσπιστους αλλά και κακοπροαίρετους αφορμ(ώ/ο)(λογη)μενους.
Κρίση θεσμών θρησκείας-εκκλησίας. Αυτή η κρίση σχετίζεται και με τις δύο προαναφερθείσες. Από τη μια, για παράδειγμα, οι ηγεσίες της εκκλησίας της Κύπρου (αλλά και διεθνώς με τις διαχρονικές αποκαλύψεις) δεν διαθέτει αξιοπιστία ανάμεσα στους πιστούς, διότι δίκαια τής καταλογίζονται αρνητικά χαρακτηριστικά που έχει και το πολιτικό και το επιχειρηματικό προσωπικό. Οι ηγεσίες αυτές διαπλέκονται με τα καθόλα εγκόσμια πράγματα με στόχο την πολιτική-οικονομική-θεσμική δύναμη και δόξα ενώ συχνά, όταν καλείται η εκκλησία να εφαρμόζει τους νόμους του φιλελευθέρου κράτους, μας υπενθυμίζουν ότι η εκκλησία είναι 2000 χρόνων, ενώ το δημοκρατικό κράτος και οι νόμοι του είναι πρόσκαιρες εξαλλοσύνες οι οποίες, πού θα πάει, θα περάσουν.
Οι πιστοί λοιπόν από τη μια έχουν «εκπαιδευτεί» να εμπιστεύονται οικουμενικές στοχεύσεις και μεταφυσικές θεωρήσεις της εκκλησίας περισσότερο από τους δημοκρατικούς θεσμούς. Πόσω μάλλον με την κρίση των θεσμών του φιλελεύθερου δημοκρατικού κράτους και την δημόσια διαπλοκή των εκκλησιαστικών ηγεσιών με εγκόσμια επιχειρηματικά συμφέροντα. Έκαναν έτσι οι πιστοί περαιτέρω στροφή προς ρεύματα της θρησκείας και εκπροσώπους της, που διατείνονται ότι είναι πιο αγνοί (και είναι βάσει των αυτιστικών και ενίοτε μαζοχιστικά μισανθρωπικών κριτηρίων της θρησκείας), και δυστυχώς αυτοί πάνε μαζί με την φονταμενταλιστικη θεώρηση της θρησκείας και της ιδιοσυγκρασιακής επιστημολογίας και οντολογίας της.
Από την άλλη Εκκλησία-θρησκεία, πίστη και επιστημολογία λοιπόν. Κατανοώ ΑΠΟΛΥΤΑ και δέχομαι ότι η θρησκευτική πίστη, χρηστικά μιλώντας, μπορεί από τη μια να δίνει μια αίσθηση του ανήκειν σε μια κοινότητα από όπου αντλείται μεγάλο μέρος της ταυτότητας, των αξιακών πλεγμάτων και των ηθικών κωδίκων των υποκειμένων (δυνητικά πάντα, διότι είναι από τις πράξεις του που κρίνεται ηθικά τελικά ο καθένας ανεξάρτητα του τι διακηρύσσει ότι ενστερνίζεται). Από την άλλη, χρηστικά πάντα, μπορεί να δίνει απαραίτητη παρηγοριά σε όποιον δεν αντέχει να σκέφτεται ότι ήρθε εδώ τυχαία και θα φύγει τυχαία και το ματαιότης ματαιοτήτων δεν είναι μόνο για τα εγκόσμια. Εξ ου και είναι ψυχοσυναισθηματικά, λόγω ευσεβοποθισμικής ανάγκης, που φτάνει κάποιος στην πίστη, και όχι διανοητικά: από όπου και η εναλλακτική και άρα αβάσιμη επιστημολογία. Δυστυχώς όμως η κυριολεκτική αποδοχή υπερφυσικών μεταφυσικών αφηγημάτων είναι συνώνυμη με τον εναγκαλισμό με το παράλογο και είναι πιθανή πάντα η εξωτερίκευση και εκδήλωση του υπό τις κατάλληλες συνθήκες. Η επίσημη εκκλησία σπρώχνει τον κόσμο στην πλάνη με δεισιδαιμονίες, ειδωλολατρίες κλπ που ξεκάθαρα εντοπίζονται από αρχαιολόγους και κοινωνικούς ανθρωπολόγους σε πολιτισμούς που προϋπήρξαν και του ιουδαϊσμού και του χριστιανισμού. Αφού λοιπόν η Εκκλησία δρα ως κοιτίδα του παραλόγου και του ανορθολογισμού, γιατί ξαφνιάζεται τώρα; Η εγκατάλειψη του ορθολογισμού για χάρη της πίστης οδηγεί στο παράλογο το οποίο δεν διαβαθμίζεται. Δεν έχει ρυθμιστή έντασης. Είναι είτε στο on είτε στο off. Είναι απόλυτο το παράλογο. Για αυτό και οδηγεί στο φανατισμό: χωρίς αποδείξεις πολλαπλασιάζεται η προσπάθεια να πείσει, να κυριαρχήσει και να αυτό-δικαιωθεί.
Απλά μπορεί να βρίσκεται σε χειμερία νάρκη στα άτομα και τα σύνολα. Δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι μπορεί να ελεγχθεί αν ξυπνήσει. Άμα αφομοιωθεί πραγματικά, τρέχα γύρευε μετά να ελέγξεις τις όποιες προεκβολές, αυθαίρετες γενικεύσεις κλπ που θα θεωρούν άπιστους και προδότες ακόμα και τους θρησκευτικούς ηγέτες που συμβουλεύουν εμπιστοσύνη στην επιστημολογία και οντολογία της επιστήμης και που προβαίνουν σε, όψιμες ομολογουμένως, προτροπές για υπακοή στους θεσμούς του δημοκρατικού κράτους. Ενώ πριν 200 και βάλε χρόνια η εκκλησία είχε συγκεκριμένες οδηγίες , στο ιερό «ΠΗΔΑΛΙΟ», π.χ. για την θεία κοινωνία σε περιόδους πανούκλας.
Γιατί οι πιστοί συμπεριφέρονται διαφορετικά μεταξύ τους ως προς αυτά και δεν συνεπάγεται αυτό ότι δεν είναι απόλυτο το παράλογο;
Υπάρχει η κατηγορία που βλέπει ότι ιστορικά η εκκλησία πόνταρε σε δεισιδαιμονίες για λόγους κέρδους, ότι τα ιερατεία διεκδικούσαν και αποκτούσαν εγκόσμια ισχύ, και ότι διαπλέκονταν με τους κρατούντες. Ενώ ικανοποιούν την δικαιολογημένη ανάγκη για υπαρξιακά παυσίπονα και για αίσθηση του ανήκειν σε μια κοινότητα, είναι νηφάλια ως άτομα ως προς τους πιο ακραίους υπερφυσικούς ισχυρισμούς και στην ουσία αποδέχονται μόνο την ύπαρξη θεού. Στο βαθμό που ενστερνίζονται κάποια εκδοχή εξορθολογισθείσας εκκοσμικευμένης θρησκευτικής πίστης βρίσκονται κατά την άποψή μου σε άρνηση. Αυτοί δεν βλέπουν κάποια αντίφαση μεταξύ της επιλογής τους να εμβολιαστούν και της πίστης τους. Αυστηρά ομιλούντες, δεδομένης της δογματικής φύσης της χριστιανικής εκκλησίας, είναι κάπως διχασμένοι εσωτερικά με εξόφθαλμη γνωστική ασυμφωνία (που προσπαθούν να συμφιλιώσουν διατυπώνοντας τις ανιστόρητες και αντιφατικές θέσεις ότι από τη μια και η επιστήμη εκπορεύεται από τον θεό-θρησκεία-εκκλησία ενώ από την άλλη απαντά σε διαφορετικά ερωτήματα) και, άρα, κάπως αιρετικοί, αν όχι κάπως άπιστοι, βάσει των κριτηρίων του δόγματος. Όμως τέτοιοι πιστοί δεν είναι αναλφάβητοι όσον αφορά τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που υπαγορεύει η συνύπαρξη πολυάριθμων και πολυμελών ομάδων σε φιλελεύθερες, πλουραλιστικές κοινωνίες.
Υπάρχει και η άλλη κατηγορία, δηλαδή αυτών που αποδέχεται τα πάντα ως κυριολεκτικά όσον αφορά τους υπερφυσικούς ισχυρισμούς της θρησκείας τους και άρα δεν αποδέχονται τον εμβολιασμό ή κοινωνούν με κοινό κουτάλι κλπ ή συγχρωτίζονται σε ναούς χωρίς μάσκα συμφιλιώνοντας ή αποτρέποντας (αμ δε) την όποια λογική αντίφαση και ασυνέπεια, θεωρώντας με κυκλικό σκεπτικό ότι ο θεός αποφασίζει πάντα για τα πάντα και άρα ή θα τους προστατεύσει ή και εάν δεν, αφού έχουν αποδείξει την πίστη τους εν καιρώ πανδημίας θα κερδίσουν τον παράδεισο μετά θάνατον. Ομολογουμένως χαρακτηριστικό σκεπτικό death cult.
Έχοντας αναφέρει αυτά, σίγουρα δεν βοηθά το γεγονός ότι υπάρχει διστακτικότητα από τις αρχές και τους επιστήμονες να μιλήσουν ανοικτά και με διαφάνεια με αποτέλεσμα η οπτική τους αναφορικά με τους πολίτες να είναι «βρεφοποιητική» για πράγματα όπως τα εξής:
1. Για το ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο πράγματι να προέρχεται από ατύχημα στο εργαστήριο στη Γουχάν ο ιός,
2. Για το ότι υπάρχουν επιστήμονες που θεωρούν ότι από τη στιγμή που βρισκόμαστε σε πανδημία θα μολυνθούν άτομα που έχουν μεν εμβολιαστεί είτε με την 1η είτε και με τη 2η δόση αλλά δεν θα έχουν προλάβει να αναπτύξουν «ανοσία» με κίνδυνο να δίνεται ανατροφοδότηση για την εξελικτική μετάλλαξη του ιού.
3. Για το υπαρκτό ρίσκο που ενέχει το εμβόλιο και τυχόν παρενέργειές του για επιμέρους άτομα π.χ. νεαρά άτομα για τα οποία η σχέση ρίσκου/ατομικού οφέλους μπορεί να είναι ασύμφορη λόγω του ότι δεν είναι ιδιαίτερα ευάλωτοι στον ιό.
4. Το υπαρκτό ρίσκο που υπάρχει για κάποιο φάρμακο ή διαδικασία και πρέπει να αναγνωρίζεται στη βάση του precautionary principle όταν δεν υπάρχουν ακόμα επιμήκεις (longitudinal) μελέτες και έρευνες (ιστορικά έρευνες βρίσκουν ότι δεν είναι απίθανο το ενδεχόμενο ακούσιων συνεπειών από «λύσεις» σε προβλήματα τεχνολογικής, ιατρικής, περιβαλλοντικής κλπ φύσης που δημιούργησαν παρενέργειες ή άλλα προβλήματα τελικά).
Κανένας από τους λόγους αυτούς δεν αλλάζει το γεγονός ότι ο εμβολιασμός είναι η καλύτερη επιλογή που έχουμε ως ανθρωπότητα αυτή τη στιγμή:
Το 1ο δεν αλλάζει τίποτα όσον αφορά τον εμβολιασμό, απλά μας βοηθά να συμπεράνουμε ότι πρέπει να είμαστε προσεκτικοί όσον αφορά τη δυνατότητα κυβερνήσεων να επιτρέπουν έρευνες στην ενίσχυση ιών, ακόμα και εάν αυτές γίνονται για λόγους πρόληψης μελλοντικών πανδημιών. Άμα είναι να τις προκαλούν τελικά, τι να τις κάνουμε τις έρευνες;
Το 2ο είναι ένα ενδεχόμενο όμως είναι τόσο αργή διαδικασία οι "εξελικτικές πιέσεις" για μετάλλαξη με τρόπο που να αχρηστεύονται τα παρόντα και τα επικείμενα εμβόλια που δεν πρέπει να μας αποθαρρύνει από τον εμβολιασμό, διότι στο μεταξύ, μεσοπρόθεσμα, θα αναπτυχθούν άλλα επικαιροποιημένα εμβόλια.
Το 3ο βασίζεται σε μια σύγχυση όσον αφορά τη διαχείριση ρίσκου/υπολογισμό οφέλους. Το να επιλέξει να ΜΗΝ εμβολιαστεί ένα νεαρό άτομο μπορεί να είναι ΝΟΝ rational choice (μη εύλογη-ορθολογική επιλογή) για το ίδιο το ατομικό του συμφέρον και βλαπτικό και ανήθικο για το συλλογικό συμφέρον λόγω της πιθανότητας να του γυρίσει μπούμερανγκ η επιλογή του. Διότι συμφέρον δεν είναι μόνο η ατομική υγεία αλλά και χίλια δυο άλλα, η υγεία αγαπημένων προσώπων, η καλή/κακή οικονομία που θα οδηγήσει π.χ. σε ανυπαρξία συστημάτων υγείας ή φαρμάκων ή τροφής κλπ κλπ κλπ μέχρι και η εγκεφαλική βιοχημεία ξέρω ‘γω (η ίδια που οδηγεί σε πράξεις αυταπάρνησης και αυτοθυσίας για σκοπούς υστεροφημίας, τιμής, προστασίας πραγματικού ή φαντασιακού in-group με «κοινή» γενετική δεξαμενή, και άρα όχι αμιγώς αλτρουιστικές πράξεις).
Εύλογη-ορθολογική επιλογή (Rational choice) με ανάλυση κόστους/οφέλους και διαχείριση ρίσκου/κινδύνων σε ατομικό μόνο επίπεδο μπορεί να γίνει, μου φαίνεται, όταν οι δυνατότητες και πιθανότητες για free-riding (παρασιτική ή ανέξοδη χρήση ενός δημόσιου αγαθού) είναι αυξημένες. Στο θέμα της πανδημίας δεν υπάρχει αυτή η δυνατότητα, διότι είμαστε αλληλένδετοι, ο ιός είναι μεταδοτικός. Όλοι έχουν αγαπημένα πρόσωπα, όλοι θέλουν την κοινωνία και οικονομία εκτός λοκταουν, όλοι θα επηρεαστούν εάν η επόμενη μετάλλαξη, που γίνεται πολύ πιο πιθανή στην απουσία ανοσίας της αγέλης από ευρύ εμβολιασμό (εάν αφεθεί ο ιός να μεταλλαχθεί στο ελεύθερο πεδίο που του αφήνει ένας μεγάλος αριθμός μη εμβολιασμένων), καθιστά τελικά ευάλωτες ομάδες που τώρα δεν είναι κλπ. Ταυτόχρονα το free-riding βασισμένο σε προσδοκία ανοσίας της αγέλης από ομάδες που δεν είναι άτρωτες δεν είναι καλή επιλογή διότι μπορεί να την πάθουν μέχρι να επιτευχθεί ανοσία της αγέλης.
Στα «κοινά» (commons – κοινόχρηστα βοσκοτόπια) που δημιουργεί η πανδημία rational choice σε ατομικό επίπεδο είναι το ίδιο με το rational choice στο συλλογικό επίπεδο και είναι ταυτόχρονα και ηθικό για αυτό το λόγο.
Το 4ο σημείο εν μέσω πανδημίας συνυπολογίζεται στην ανάλυση κόστους/οφέλους και διαχείριση ρίσκου/κινδύνων και υπό τις συνθήκες το συμπέρασμα είναι ότι πρόκειται περί λελογισμένου ρίσκου εν όψει του οφέλους.
Θα ήταν λοιπόν πιο εποικοδομητικό να αναγνωρίζουν και να παραδέχονται οι αρμόδιοι και οι επιστήμονες κάποια ενδεχόμενα, κάποια δεδομένα και κάποια ρίσκα, παρά να τα αρνούνται με αποτέλεσμα οι συνομωσιολόγοι να νιώθουν ότι επιβεβαιώνονται όσον αφορά τη διαφάνεια και την απόκρυψη πληροφοριών από πλευράς των αρμοδίων που ήδη, όπως εξηγήθηκε πιο πάνω, για να τεθεί κάπως ήπια, δεν χαίρουν πλήρους εμπιστοσύνης από το κοινό, από τους πολίτες της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Ταυτόχρονα το πολιτικό, επιχειρηματικό και επιστημονικό προσωπικό θα πρέπει να ξεχάσουν το business as usual με το λαϊκισμό, την politique politicienne και τη διαπλοκή και να φροντίσουν να κτίσουν την αξιοπιστία του πολιτεύματος με το να είναι ωφέλιμοι καθώς και με το να είναι και να φαίνονται τίμιοι.
Φίλιππος Ν.Φ. Φιλίππου