ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Η κυπριακή ελληνική στον ημερήσιο Τύπο

Πώς χρησιμοποιήθηκε η διάλεκτος στις εφημερίδες της Κύπρου – Οι διάφορες «χωρκάτικες» στήλες και τα υβριδικά μονόστηλα

Του Απόστολου Κουρουπάκη

Του Απόστολου Κουρουπάκη

kouroupakisa@kathimerini.com.cy

Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Μητρικής Γλώσσας κάνουμε μία ενδεικτική περιδιάβαση για το πώς η κυπριακή διάλεκτος, η μητρική γλώσσα των Ε/κυπρίων χρησιμοποιήθηκε στον Τύπο διαχρονικά. Πολλές οι αντιρρήσεις για το τι είναι τελικά τα κυπριακά ελληνικά, γλώσσα, διάλεκτος, ιδιόλεκτο… τι μιλούν τελικά οι Ε/κ; Τα τελευταία χρόνια η χρήση της κυπριακής ελληνικής έχει μπει περισσότερο στον δημόσιο λόγο, στη διαφήμιση και φυσικά στη λογοτεχνία, το τραγούδι, ξεφεύγοντας από το πλαίσιο της φτωχής γλώσσας ή της χωριάτικης έκφρασης.

Η κυπριακή ελληνική χρησιμοποιήθηκε στον Τύπο της εποχής ποικιλοτρόπως, κυρίως όμως για κουβέντες χωρκάτικες, σε κείμενα λαογραφικού περιεχομένου ή σε ποιήματα και μικρές ηθογραφικές ιστορίες. Βέβαια, συναντάμε συχνά και στήλες γραμμένες από ανώνυμους συντάκτες, οι οποίες αφορούν τοπικά προβλήματα και υποθέσεις των χωριών. Ιδιαίτερο δε ενδιαφέρον έχει η χρήση της διαλέκτου όταν δημοσιεύονται πρακτικά δικών. Στον Τύπο αναλόγως και της εποχής χρησιμοποιείται η κοινή ελληνική, η καθαρεύουσα, ακόμη και η αρχαϊζουσα σε κάποιες περιπτώσεις. Φυσικά διάσπαρτες λέξεις της διαλέκτου μπορούμε να τις βρούμε και εντός των κειμένων αυτών, ή ακόμα και σε κάθε είδους αγγελίες (αγοραπωλησίες, ανακοινώσεις, διαφημίσεις).

Τα κείμενα γραμμένα στην κυπριακή ελληνική είναι ποικιλότροπα, στη «Σάλπιγγα» το 1885 διαβάζουμε από τον αρθρογράφο, που προσδιορίζεται ένας χωρκάτης που τον λαλούν Καραβέλλαν, ένα άρθρο σχετικά με το αυτεξούσιο του ανθρώπου, τη θρησκεία και συμφωνεί με τον συντάκτη της «Αλήθειας» Βατιλιώτη. Το άρθρο είναι γραμμένο στη διάλεκτο, αν και φαίνεται πως ο Καραβέλλας είναι μορφωμένος, αφού στο κείμενό του υπάρχουν αναφορές από τον Απόστολο, τις οποίες επεξηγεί: «Τζ’ ύστερα αφού δκεβάζει τον Απόστολον, εν είδεν τζαι τζείνον που λαλεί “ει βρώμα σκανδαλίζει τον αδελφόν μου ου μη φάγω κρέας εις τον αιώνα, ίνα μη τον αδελφόν μου σκανδαλίσω”, δεν εδκέβασεν ούλον τον Απόστολον της Τζερκατζής των αποκριών να δη ίντα που λαλεί;».

Άλλο παράδειγμα βρίσκουμε στην εφημερίδα «Αλήθεια» το 1896 δύο στήλες που είναι ενδεικτικές: η μία είναι «Παράπονα χωρικού» και η άλλη «Από την Μεσαρκάν». Οι δύο αυτές στήλες έχουν το ενδιαφέρον τους, μιας και με αφορμή προβλήματα στα χωριά τους μπορούμε να δούμε πώς και η γλώσσα εμπλέκεται. Στην πρώτη γράφει ο συντάκτης, με το χαρακτηριστικό ψευδώνυμο Χωρκάτης Στροντζυλόγλωσσος: «Άκουσαν πως είμαστιν χορκάτες τζι’ εν εξέρομεν να συντύχωμεν να πούμεν το δίτζιο μας τζι’ επκιάσαμ μας τέλλια ’στο μαητάπι φανερά πκιον καλοί τζιαι κατζιοί!» και στη δεύτερη: «Εννά σου γράψω και γιω την γλώσσαν που ξέρω και περικαλώ σε να τα βάλης ’στην εφημερίδα σου».

Σταθερά η κυπριακή ελληνική χρησιμοποιείται στις στήλες που αφορούν την ύπαιθρο. Και ενώ πολλές φορές τα σχετικά άρθρα ξεκινούν από την κοινή ελληνική, συνήθως περιέχουν εκτενή χρήση της διαλέκτου, αλλά όχι από τον συντάκτη, από ένα τρίτο πρόσωπο, συνήθως γεωργό ή βοσκό. Στην εφημερίδα «Κυπριακός Τύπος» το 1937 διαβάζουμε στη στήλη «Από την ύπαιθρο» στο άρθρο του Κ.Ν. Ακαθιώτη «Με τους βοσκούς στους κάμπους»: Ρωτάει ο συντάκτης: «Ωραία είνε η νύχτα βοσκέ απόψε µ’ αυτό το κόκκινο φεγγάρι. —Εν όµορφη για τζιείνους που καλοπερνούσιν τζι’ όι γι΄αλλόου µας που γυρίζουµεν σαν τα στοισειά µέσ’ στα χωράφκια. —Όλην την νύχτα γυρίζετε; —Ούλλην την νύχταν τζιαι τηµ µέραν. Εν τζι’ έχουµεν πεπαµόν καθόλου. Θωρείς άμα ξημερώσει το κοπάιν θέλει νερόν, ύστερις πνάζει 2-3 ώρες τζιαι πάλε βόσιηµαν. Μερόνυχτα η δουλειά µας έτσ’ ένι. —Μα δεν είσαστε ευχαριστημένοι µε τη ζωή σας; µέσ’ στους κάμπους ελεύτεροι, μακρυά από τις σκοτούρες και τις υποχρεώσεις; — Η ζωή µας εν σιειρότερη που ούλλες, Γρι' υρίζουµεν , όποτε τζι’ αν ένι πεντέξη μίλια τόπον γιά νά βόσσιουµεν, να ποτίζουµεν, να γαλέβκουµεν τζιαι κατά τον τζιαιρόν να λούννουµεν τζιαι να κουρέβκουµεν. Η ίδια λογική για τη χρήση της διαλέκτου στον Τύπο μέσα από στήλες «χωρκάτικες» ακολουθείται συστηματικά. Το 1947 στο «Λαϊκόν Βήμα» συναντάμε τη «Φωνή του Χωρκάτη»: «Είμαι πολλά στενοχωρημένος κουμπάρε, γιατί ελυώσαν τα ρούχα μου. […] Μα την πίστιν μου, παρπατώ τζι-αντρέπομαι, άμμα ήνταν να κάμω; Έρκεταί μου να γράψω της Τταλούς, της πρώτης γεναίκας μου, στο χωρκόν να μου κουαλήση την βράκαν τζιαι το ζιμπούνιν μου να τα φορώ, γιατί άλλως πως εν γινίσκεται».

Πολλές φορές τα ζητήματα που αφορούν την καθημερινότητα των Κυπρίων μεταφέρονται και σε διαλεκτικά κείμενα, ίσως γιατί υπήρχε η αίσθηση πως με αυτόν τον τρόπο αυτά θα ήταν περισσότερο οικεία στους αναγνώστες. Σχετικά με την Κυριακή αργία διαβάζουμε στην εφημερίδα «Δημιουργία» το 1928, πώς ένας κονιακκοπώλης και ένας ιερέας προσλαμβάνουν τον νέο νόμο του Ρωσσίδη: «Γεια σου κ. Πέτρο! – Καλώς τον είντα ε δουλειά που μας εκατάφερες τζ’ ήρτες να σε δούμεν τζιόλις; – Τζαι είντα που σας έκαμα σιορ Πέτρο; – Έτο! με τούτοντον νόμον της Κυριακής αργίας εκαταστραφήκαμεν. – Εκαταστραφήκετε ποιοι δηλαδή; – Εγιώ, εγιώ, εγιώ εν για τον εαυτόν μου που συντυχάνω, ούλα τζ’ ούλα, αμμά ψέματα εν μπορώ να λαλώ αν παραπονηχή κανένας ’πο τούτους ούλους που εν δα μέσα θέλει κρέμμασμα». Και ο ιερέας, γράφει ο συντάκτης, «ένας ρασοφόρος, ως θεόπνευστος ιεροφάντης και εν ιερά αγανακτήσει μετεβλήθη αίφνης από λειτουργός του Υψίστου εις καφενοαμύντορα […] «μα τι πειράζει, γέροντα, αν κλείσουν τα καφενεία 2-3 ώρες το μεσημέρι […] – Όχι, Κύριε, εις το σπίτι έχουμεν τα κοπελλούδκια μας άρρωστα με τα μάτια τους, πόσην ώραν να υποφέρωμεν τους μπαστάρτους να πονούν τζιαι να κλαιν;». Και σε αυτό το μικρό δημοσίευμα βλέπουμε πώς η καθαρεύουσα των εν αγανακτήσει και αίφνης έρχεται και συνυπάρχει με τα τζιαι και τα εγιώ και τα δα μέσα.

«Είσαι πουλούιν»

Πολλές φορές μεταφέρονται στον Τύπο και φράσεις από τις δικαστικές αίθουσες, όπως στην περίπτωση με το κόρτε νεαρού στα Βαρώσια προς νεαρά με την έκφραση «είσαι πουλούιν». Σημειώνουμε πως ο τίτλος του χαριτωμένου μονόστηλου είναι «Είσαι πουλούδι», και φαίνεται πως η αθώα αυτή λέξη έχει και αυτή τη δική της ιστορία… Γενικά στα πρακτικά των δικών που συχνά τότε οι εφημερίδες φιλοξενούσαν πολλές φορές καταγράφονται επί λέξει οι καταθέσεις μαρτύρων και άλλων συντελεστών της δίκης, και συχνά αυτές είναι στη διάλεκτο, μαζί με την κοινή ελληνική. Ίσως φυσικά αυτό που είδε το φως της δημοσιότητας να έχει υποστεί γλωσσική επεξεργασία από τους επιμελητές της εφημερίδας ή των πρακτικών, βέβαια. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα από την εκλογική δίκη του 1906 για τις αρχιεπισκοπικές εκλογές: Μάρτυρας: «Δεν πειράζει». Τότε ο Θεοφάνης λαλεί μου, «Κάμε την δουλειάν σου…». Και παρακάτω: «14 -Σεπτεμβρίου ανεχώρησα το πρωί µε το μπούκωµα. Ανεχώρησα από τον μύλον εις Ξυλούρι. Το κοπέλλιν που του έκαμα κεραμίδια ονομάζεται Κλεάνθης» και συνεχίζοντας σε κοινή ελληνική Την 16 νύκτα ήµην εις το χωρίον µου. Εσηκώθηκα το χάραμμα του φου και επήγα εις την πανήγυριν».

Σε άλλη μεταφορά ενός οικογενειακού δράματος, που εκδικάστηκε στο Πταισματοδικείο Λευκωσίας, με την ελαφρότητα που διέκρινε τότε την αφήγηση παρόμοιων συμβάντων, ο Ρεπόρτερ σε ρεπορτάζ του στη στήλη «Από τα δικαστήρια» στην εφημερίδα «Πρωινή» το 1932 περιγράφει τον καβγά μεταξύ ενός ανδρογύνου και όσα διαδραματίστηκαν στη δικαστική αίθουσα στην κοινή ελληνική και όταν αναφέρεται στα γεγονότα μεταφέρει τους διαλόγους στη διάλεκτο: «Εσκότωσέ µε ο άφοος του Θεού:! Βουράτεεε!... Η κόρη συνοδεύει: Βουράτε γειτόνοι, γλυτώστε µας. Εσκότωσε µααααααας!».

Σε άλλο παράδειγμα σχετικό που πάλι αφορά ενδοοικογενειακή βία διακρίνουμε παρόμοια λογική στη συγγραφή του ρεπορτάζ. Έχουμε λοιπόν αφήγηση στην κοινή ελληνική όσον αφορά την εισαγωγή και κατά λέξη τις μαρτυρίες: «Έλα ρα π… να δούμεν τι κάμνεις εσύ εδώ. Τότε έβγαλεν από την κόξαν του το μαχαίρι και το έμπηξε στην Κ… […]. Όταν είδα το μαχαίρι αιματωμένο άρχισα να φωνάζω: “Βουράτε κι’ εσκότωσε την Κ ο άντρας της». Ενδιαφέρον έχει στο ίδιο ρεπορτάζ πως άλλος μάρτυρας μιλάει πιο λόγια: «Ένα μήνα προ του εγκλήματος ήμην εις τον κινηματόγραφον […] όπου ήλθε και ο κατηγορούμενος εκάθησε κοντά μου και με ηρώτησε πού ήτο η αδελφή μου. […] του είπα να ησυχάση και να μην την “τρέχει ποπίσω”». Ένα στοιχείο που έχει το δικό του ενδιαφέρον και σε αυτό το κείμενο είναι ότι φράσεις του ιδιώματος μπαίνουν εντός αποστρόφων, «τρέχει ποπίσω», «εμέρωσαν», «εβούλλωσε».

Βρόμη ή σιφωνάρι

Πολλές φορές τα ζητήματα που αφορούν την καθημερινότητα των Κυπρίων μεταφέρονται και σε διαλεκτικά κείμενα, ίσως γιατί υπήρχε η αίσθηση πως με αυτόν τον τρόπο αυτά θα ήταν περισσότερο οικεία στους αναγνώστες.

Ενδιαφέρον έχουν και τα δελτία τιμών που συχνά οι εφημερίδες δημοσίευαν. Διαβάζουμε στη «Σάλπιγγα» το 1895 μεταξύ των λέξεων Σίτος, Κριθή, Κρέας, Πεπόνια, Απίδια και άλλα και Παττίχες, Παπουτσόσυκα δύο στον ππαράν, Φιστούκια φρέσκα, Πομυλώρια, Κολόκια, Βαζάνια, Καράολοι. Το ίδιο μοτίβο και στα δελτία για τις γεωργικές εκθέσεις, όπου πλάι στην ιδιωματική λέξη του προϊόντος μπαίνει η επεξήγησή του στην ελληνική (καθαρεύουσα ή κοινή). Έχουμε για παράδειγμα: Βρόμη (σιφωνάρι), Αραβόσιτος (σιταροπούλλα), Ερέβινθοι (ρουβίθια), Ραφανίδες (ρεπάνια), μελιτζάναι (βαζάνια), Λεπτοκάρυα (φιντούκια). Φυσικά, αυτές οι επεξηγήσεις δεν είναι σταθερές, άλλοτε υπάρχουν και άλλοτε χρησιμοποιείται η μία από τις δύο.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Του Απόστολου Κουρουπάκη

Γενικά: Τελευταία Ενημέρωση