ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Ο Δικαστής Αρέστη, το Κράτος και οι ημικρατικοί

Γράφει ο Χριστόφορος Χριστοφόρου*

Με τη συμπλήρωση του διορισμού Διοικητικών Συμβουλίων στους ημικρατικούς οργανισμούς, ο πρόεδρος του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου Γεώργιος Αρέστη προέβη σε δηλώσεις, δίνοντας συνεντεύξεις σε αρκετά μέσα ενημέρωσης. Τα κύρια σημεία των τοποθετήσεων του επανέλαβε χωρίς ουσιαστικές διαφορές από ένα μέσο σε άλλο. Το παρόν εστιάζει στη συνέντευξη του προς τον Ανδρέα Κημήτρη, η οποία δημοσιεύθηκε στην Καθημερινή, την Κυριακή, 28 Ιανουαρίου 2024. Χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια, κάθε πολίτης ο οποίος γνωρίζει την ιστορία του τόπου και βασικά θέματα που αφορούν στους οργανισμούς δημοσίου δικαίου ή ημικρατικούς, όπως αποκαλούνται στη δημόσια σφαίρα, μπορεί να υποδείξει πως πλείστα από όσα αναφέρθηκαν από τον κ. Αρέστη είναι είτε ανακριβή είτε ανυπόστατα ή ανιστόρητα και ατεκμηρίωτα. Το πιο σημαντικό, επειδή άπτεται της ουσίας του θέματος και του έργου το οποίο ανέλαβε το Γνωμοδοτικό Συμβούλιο (ΓΣ), είναι, αναμφίβολα, η λανθασμένη και πεπλανημένη θέση του προέδρου του ΓΣ πως “οι ημικρατικοί οργανισμοί είναι προεκτάσεις της εκτελεστικής εξουσίας”. Με αφετηρία παρόμοια αντίληψη, τα κριτήρια επιλογής, αναπόφευκτα, προσαρμόστηκαν στη γραμμή του προεδρικού.

Στο παρόν, θα περιοριστώ σε βασικές θέσεις που εκφράστηκαν στη συνέντευξη, εξετάζοντας τις με υπόβαθρο το νομικό πλαίσιο, την πολιτική και την ιστορία.

Οι εξουσίες του Προέδρου

Αναφέρεται επί λέξει στη συνέντευξη “ο Νόμος και το Σύνταγμα δίνουν το δικαίωμα στον νεοεκλεγέντα πρόεδρο της Δημοκρατίας να ζητήσει την παύση των συμβουλίων των ημικρατικών οργανισμών και το υπουργικό συμβούλιο να διορίσει νέα μέλη”.
Αλήθεια, σε ποιο άρθρο του Συντάγματος και σε ποιο νόμο της Κυπριακής Δημοκρατίας παρέχεται τέτοιο δικαίωμα (και εξουσία, φυσικά) στον ΠτΔ; Πουθενά, ούτε στο Νόμο, μήτε στο Σύνταγμα υπάρχει παρόμοια πρόνοια. Με βάση το Νόμο, δεν έχει καν δικαίωμα επιλογής των προσώπων. Οι εξουσίες ανήκουν σε κάθε υπουργό και στο υπουργικό συμβούλιο, το οποίο δεν έχει εξουσία να παύσει μέλος ή όλο το ΔΣ χωρίς πλήρη αιτιολόγηση. Σε αυτό υπάρχει νομολογία, αποφάσεις δικαστηρίων οι οποίες ακύρωσαν αυθαίρετη παύση ΔΣ. Αναφορικά με την τροποποίηση του Νόμου από την κυβέρνηση Αναστασιάδη, αυτή, ναι, δίνει το δικαίωμα στο υπουργικό συμβούλιο να παύσει (ναι, παύει, δεν απαιτεί την παύση) ΔΣ ημικρατικών μέσα στους δώδεκα μήνες από την ανάδειξη νέας κυβέρνησης. Θα επανέλθω σε αυτό στη συνέχεια.

Συνεχίζει στη συνέντευξη, αναφέροντας πως “ο νόμος του δίνει [εννοεί στον ΠτΔ] το δικαίωμα να επιλέξει στα συμβούλια των ημικρατικών ανθρώπους που στηρίξουν το προεκλογικό του πρόγραμμα”.

Επανέρχεται το ίδιο ερώτημα: Σε ποιο άρθρο του νόμου δίνεται δικαίωμα στον ΠτΔ και πού υπάρχει είτε άμεση είτε έμμεση αναφορά σε παρόμοιο κριτήριο, δηλαδή “να στηρίξουν το προεκλογικό του πρόγραμμα”. Πουθενά δεν ορίζεται παρόμοια απαίτηση στα κριτήρια που θέτει ο νόμος για την επιλογή ατόμων. Ακόμα ποιο σημαντικό, το προεκλογικό πρόγραμμα οποιουδήποτε υποψηφίου είναι, απλώς, γράμμα κενό αναφορικά με το έργο και τον προγραμματισμό κάθε ημικρατικού οργανισμού. Πώς γνώριζε ο πρόεδρος του Γνωμοδοτικού πως μέτρα, αποφάσεις και πολιτικές που θα προωθηθούν μέσω του προϋπολογισμού οργανισμού, ο οποίος μάλιστα υπόκειται στην έγκριση της Βουλής θα είναι σύμφωνα με το προεκλογικό του Νίκου Χριστοδουλίδη; Μήπως, αρκεί να ξέρουμε πως κάποιο άτομο είναι οπαδός του ΠτΔ και άρα επιλέγεται; Αντιστρόφως, μη οπαδός θα κάνει του κεφαλιού του; Το θέμα παραπέμπει σε σοβαρούς κινδύνους για το κράτος δικαίου, για τον απλό λόγο πως οι γνώσεις και ικανότητες, τα αναγνωρισμένα προσόντα που ορίζονται στους νόμους ως κριτήρια επιλογής, παρακάμπτονται προς όφελος χειροκροτητών.

Φυσικά, με βάση τα αντιφατικά που αναφέρονται στη συνέντευξη του κ. Αρέστη, δεν είμαστε σε θέση να ξέρουμε αν ήξερε, αν διέγνωσε ή αν υποψιαζόταν που πρόσκειτο ένας αιτητής. Ευτυχώς, όπως μας λέει σε άλλο σημείο, ο ΠτΔ έδωσε μέσω της διαδικασίας ευκαιρία και σε άλλα άτομα, μη υποστηρικτές του, να κάμουν αίτηση. Πώς διέγνωσε το Γνωμοδοτικό πως αυτά τα “άλλα άτομα” θα στήριζαν το προεκλογικό πρόγραμμα, ενώ άλλα άτομα δεν θα υπηρετούσαν τον οργανισμό; Πώς;

Τελικά, τι ίσχυε, με βάση το νόμο, για τους διορισμούς σε ημικρατικούς οργανισμούς; Αφού αναφέρει για λίστες από κόμματα, μας λέει “Μέχρι τώρα έπρεπε να περάσεις μέσα από τα κόμματα για να έχεις ελπίδα να διοριστείς...”. Μα ο νόμος, με βάση την τροποποίηση που επέφερε η κυβέρνηση Αναστασιάδη, το 2013, ορίζει στο άρθρο 3(3) πως κάθε πολίτης που επιθυμεί διορισμό σε ΔΣ ημικρατικού οργανισμού μπορεί να απευθυνθεί στον καθ' ύλην υπουργό θέτοντας την υποψηφιότητα του. Δηλαδή, για δέκα χρόνια τώρα, ο κάθε υπουργός και το υπουργικό συμβούλιο μπορούσαν να επιλέξουν μέσα από κατάλογο πολιτών οι οποίοι εξέφραζαν ενδιαφέρον διορισμού. Πουθενά δεν αναφερόταν στο νόμο ρόλος κομμάτων.

Πώς προέκυψε η απόδοση ρόλου στα κόμματα, οι συστάσεις και η υποβολή λίστας με συστάσεις αλλά και διαβούλευση της εκτελεστικής εξουσίας με τα κόμματα; Η θεσμοθέτηση διορισμών σε ημικρατικούς οργανισμούς έγινε το 1988, με την ψήφιση σχετικού νόμου τον οποίο προώθησε η κυβέρνηση Γιώργου Βασιλείου. Αναγκαίο βήμα, μετά από δέκα χρόνια ΔΗΚΟκρατίας, όπου για να έχεις θέση οπουδήποτε στο δημόσιο, απαιτείτο να έχεις κάρτα του κόμματος. Αυτό αντανακλά ακριβώς τη λογική που διαπνέει τις θέσεις που εκφράζει ο κ. Αρέστη: Στηρίζεις το κόμμα, στηρίζεις τον Σπύρο Κυπριανού (τώρα τον ΝΧρ), μπορεί να υπάρξει θέση για σένα.

Φυσικά, η διαδικασία στο νόμο του 1988 ΔΕΝ νοείται σε κράτος δικαίου, μα ήταν απάντηση στη ΔΗΚΟκρατία και τον άκρατο μονοκομματισμό, ενώ ο Βασιλείου επεδίωκε να έχει το κεφάλι του ήσυχο από τα κόμματα, ώστε να προωθήσει το Κυπριακό. Κακό για τη Δημοκρατία!

Παραδόξως, ο πρόεδρος του Γνωμοδοτικού, ξέχασε τη ΔΗΚΟκρατία και αναφέρθηκε στην περίοδο Μακαρίου, με άλμα πενήντα χρόνων. Ανιστόρητος ο ισχυρισμός του για σχεδόν αποκλειστικό μερίδιο θέσεων σε ΔΗΣΥ και ΑΚΕΛ, ανεδαφικός: Ο ΔΗΣΥ ιδρύθηκε το 1976, εξοστρακισμένος, ενώ οι αριστεροί ήσαν αποκλεισμένοι από κρατικά αξιώματα μέχρι, τουλάχιστον το 1970. Το ΑΚΕΛ πήρε μερίδιο μόνο επί ΔΗΚΟκρατίας, για ένα δυο χρόνια, λόγω μίνιμουμ προγράμματος, πριν τους απολακτίσει ο Σπύρος Κυπριανού, τα Χριστούγεννα του 1984.

Αυτή είναι η ιστορία, κύριε Αρέστη. Μάλιστα, ο ισχυρισμός για τα μερίδια ΔΗΣΥ και ΑΚΕΛ μέχρι τώρα, πάλι πάσχει σε ότι αφορά στην αλήθεια και στην πραγματική εικόνα. Μέσα από τις κυβερνήσεις ΔΗΚΟ και μέσα από τις συγκυβερνήσεις με ΔΗΣΥ και ΑΚΕΛ, επίσημες και με αποστάτες, το κόμμα είχε πάντα μερίδιο του λέοντα σε θέσεις. Μάλιστα, όταν η επίσημη ηγεσία αποχωρούσε από συγκυβέρνηση, παρέμεναν σε αυτήν “αποστάτες” που συνέχιζαν τις εξυπηρετήσεις, όπως παρέμεναν επίσης οι Δηκοϊκοί, μέλη και πρόεδροι ΔΣ, για αμείωτο ρουσφέτι. Σήμερα, όπως πάντα, ναι, το ΔΗΚΟ είχε και έχει μεγαλύτερο μερίδιο από ότι είναι η δύναμη του.

Πέρα από όσα παραθέτω πιο πάνω, η ουσία του θέματος μας βρίσκεται στο καθεστώς και τη φύση των ημικρατικών. “Είναι προεκτάσεις της εκτελεστικής εξουσίας”, λέει ο κ. Αρέστης. Άξιο απορίας, πώς κατέληξε σε αυτό; Σοβαρή σύγχυση μεταξύ κράτους και εκτελεστικής εξουσίας. Οι ημικρατικοί είναι βραχίονες του κράτους, μα είναι οργανισμοί δημοσίας ωφελείας. Το έργο που αναλαμβάνουν έχει ευρύτερη σημασία και ρόλο για την κοινωνία, καλύπτει εξειδικευμένα προϊόντα και υπηρεσίες, για τούτο δεν είναι τμήματα της κυβέρνησης, δεν υπάγονται στην διοίκηση. Ακριβώς, λόγω του εξειδικευμένου έργου τους έχουν δική τους υπόσταση και σημαντική αυτονομία. Κρίσιμης σημασίας είναι η ανάγκη να ακολουθούν πολιτικές οι οποίες λειτουργούν για το δημόσιο συμφέρον, απαλλαγμένες από πολιτικοποίηση. Ο διορισμός ΔΣ από την κυβέρνηση εξυπηρετεί το δημόσιο χαρακτήρα τους, την ίδια ώρα που ενεργούν επίσης ως ιδιωτικές οντότητες.

Σχετικά με το καθεστώς των ημικρατικών, μήπως χρειάζεται να υπενθυμίσουμε πως με βάση το Μνημόνιο Κατανόησης που υπέγραψε η Κύπρος με τους δανειστές της, το 2013, οι πιο μεγάλοι και πιο σημαντικοί για την οικονομία και την κοινωνία οργανισμοί, η ΑΗΚ και η ΑΤΗΚ έπρεπε να ιδιωτικοποιηθούν; Να υπενθυμίσουμε, επίσης, πως τόσο η Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και άλλοι διεθνείς οργανισμοί (ΔΝΤ, ΟΑΣΕ κ.ά.) θέτουν προϋποθέσεις σχετικά τόσο με τους διορισμούς των ΔΣ όσο και το σεβασμό του καθεστώτος τους;

Είναι εμφανές πως η τροποποίηση του νόμου το 2013 και η ευχέρεια /εξουσία του υπουργικού συμβουλίου να παύει τα ΔΣ των ημικρατικών παραβιάζει βασικές αρχές της λειτουργίας τους και του κράτους δικαίου. Απότοκο παρόμοιων αντιλήψεων, οι θέσεις που εκφράζει ο πρόεδρος του Γνωμοδοτικού και τα κριτήρια που προβάλλει βρίσκονται επίσης σε σύγκρουση με αυτές τις αρχές.

Πέρα από την άγνοια ή παραμερισμό των πιο πάνω καθοριστικών στοιχείων, αντί περίσκεψης και προβληματισμού, ο κ. Αρέστη προβάλλει τη θέση πως “κτυπούν τον Πρόεδρο από δεξιά και από αριστερά γιατί για πρώτη φορά μετά τον Μακάριο δεν έχουν μεγάλο μερίδιο από την πίττα της εξουσίας”. Δυστυχώς, δεν είναι πρωτοφανής αυτή η προσέγγιση. Πλείστοι προσκείμενοι στο σημερινό ΠτΔ, κάθε φορά που επικρίνονται ή βρίσκονται εν αδίκω καταφεύγουν στον ίδιο αφορισμό: Η κριτική είναι κακόβουλη ενέργεια, είναι κτύπημα, ηθελημένο πλήγμα στον Πρόεδρο. Στην προκειμένη περίπτωση, δεν αναφέρθηκε στα κίνητρα αυτών που δεν έχουν σχέση, δεν συνδέονται ούτε με το ΑΚΕΛ μήτε με τον ΔΗΣΥ. Για παράδειγμα, από βασικά στελέχη της ΔΗΠΑ και άλλους της συγκυβέρνησης επικρίθηκαν οι διορισμοί στους ημικρατικούς, ενώ, πολίτες που ουδεμία σχέση έχουν με κόμματα υπέδειξαν πως αυτό που έγινε δεν συνιστά εμπέδωση αξιοκρατίας. Πώς απαντά σε αυτούς, πώς μας απαντά ο πρόεδρος του Γνωμοδοτικού;

Δεν αναμένουμε απάντηση, πόσω μάλλον, πειστικά επιχειρήματα, τα οποία να αντιμετωπίσουν την ουσία του θέματος. Συμβιβάζεται ο ρόλος του, ως εγγυητή αξιοκρατικής διαδικασίας, υποτιθέμενης αμερόληπτης, με την προσπάθεια ηθικής εξουδετέρωσης επικριτών του ΠτΔ; Μπορεί να πείσει, όταν θέτει κριτήριο επιλογής σε ημικρατικούς οργανισμούς την υποστήριξη σε προεκλογικό πρόγραμμα αντί στο Δίκαιο και τους νόμους, στη Δημοκρατία; Μπορεί να δεχτούμε πως ενήργησε με αμερόληπτη κρίση, την στιγμή που λέει στη συνέντευξη του “είμαι επιεικής μαζί του [με τον ΠτΔ] διότι δεν ήταν κομματάρχης ή πολιτικός”; Δηλαδή, 10 χρόνια κυβέρνηση ως εκπρόσωπος και ως ΥΠΕΞ στην κυβέρνηση Νίκου Αναστασιάδη δεν ήταν αρκετά για να θεωρείται πολιτικός;

Τέλος, όπως ο κ. Αρέστη αναφέρει στη συνέντευξη, ο ίδιος ήταν εισηγητής για το Γνωμοδοτικό Συμβούλιο, λέει πως δεν προτίθεται να παραιτηθεί γιατί του αρέσει να αγωνίζεται “για να βελτιωθούμε”. Παραμένει το ερώτημα, πως θα βελτιωθούμε όταν ο ίδιος που ανέλαβε αυτό το έργο δεν φαίνεται να γνωρίζει ή, τουλάχιστον, παραγνωρίζει θεμελιώδη χαρακτηριστικά των οργανισμών δημοσίου δικαίου, αποδίδει στον ΠτΔ δικαιώματα και εξουσίες που ούτε ο νόμος μήτε το Σύνταγμα περιλαμβάνουν; Πώς θα υπάρξει αξιοκρατία αν προβάλλει την στήριξη σε προεκλογικό πρόγραμμα σαν κριτήριο επιλογής;

Υπάρχει ακόμα πιο σημαντικό στοιχείο: Πώς είναι δυνατό, ο εισηγητής για τη σύσταση και το πλαίσιο του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου να δέχεται διορισμό ως πρόεδρος του, παραβλέποντας τη σύγκρουση συμφέροντος; Πώς γίνεται;

Ο Χριστόφορος Χριστοφόρου, Πολιτικός αναλυτής*

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Προσωπικότητες στην ''Κ'': Τελευταία Ενημέρωση

X