ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
 

Χάιντς Ρίχτερ: Ακαταπόνητος και επίμονος ερευνητής της Ιστορίας

Συνέγραψε πολλά βιβλία και άρθρα στα γερμανικά και αγγλικά για την ελληνική και κυπριακή ιστορία και πολιτική, πολλά εκ των οποίων μεταφράστηκαν σε άλλες γλώσσες.

Kathimerini.gr

Στράτος Δορδανάς, Βάιος Καλογρηάς, Νίκος Παπαναστασίου, Ανδρέας Στεργίου*

Τον Μάρτιο έφυγε από τη ζωή ο διεθνούς φήμης ιστορικός και πολιτικός επιστήμων Χάιντς Ρίχτερ (Heinz Richter). Ο Ρίχτερ γεννήθηκε το 1939 στην πόλη Χάιλμπρον (Heilbronn) της Γερμανίας από πολύ φτωχή οικογένεια. Από μικρός αναγκάστηκε να εργάζεται και να πηγαίνει παράλληλα σχολείο. Οι συνθήκες αυτές τον οδήγησαν γρήγορα στις τάξεις του γερμανικού εργατικού κινήματος και του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, του οποίου αργότερα υπήρξε και υποψήφιος βουλευτής. Γνώρισε την Ελλάδα τυχαία, όταν τη δεκαετία του 1950, λόγω ενός ατυχήματος στα ελληνογιουγκοσλαβικά σύνορα, αναγκάστηκε να περιδιαβεί με τα πόδια περιοχές στην Ηπειρο, όπου τα γερμανικά στρατεύματα είχαν προβεί σε απίστευτες φρικαλεότητες κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η φιλοξενία που του πρόσφεραν απλόχερα πάμφτωχοι άνθρωποι αλλά και το γεγονός ότι στη Γερμανία η δράση της Βέρμαχτ στην Ελλάδα ήταν εντελώς άγνωστη, τον σημάδεψαν βαθιά. Σπούδασε με πολλές στερήσεις Ιστορία και Πολιτική Επιστήμη στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης, όπου και ανακηρύχθηκε διδάκτωρ. Κατά τη διάρκεια εκπόνησης της διδακτορικής του διατριβής με θέμα τη γερμανική κατοχή στην Ελλάδα, πραγματοποίησε την έρευνά του την περίοδο της χούντας υπό απίστευτα δύσκολες συνθήκες.

Σύμφωνα με τον Ρίχτερ, οι Βρετανοί ευθύνονται κυριότατα, αν όχι αποκλειστικά, τόσο για τον ελληνικό εμφύλιο όσο και για το κυπριακό πρόβλημα.

Από το 1991 έως το 2003 διετέλεσε καθηγητής ελληνικής και κυπριακής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Μάνχαϊμ. Συνέγραψε πολλά βιβλία και άρθρα στα γερμανικά και αγγλικά για την ελληνική και κυπριακή ιστορία και πολιτική, πολλά εκ των οποίων μεταφράστηκαν σε άλλες γλώσσες. Είχε ειδικευθεί στη μελέτη της ιστορίας του ελληνικού εμφυλίου πολέμου και του αριστερού κινήματος και διακρίθηκε ως συγγραφέας ενός τετράτομου έργου για την ιστορία της Κύπρου. Το ενδιαφέρον του στράφηκε επίσης και σε άλλα θέματα, όπως στη Μικρασιατική Καταστροφή και στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ως διευθυντής της διεπιστημονικής σειράς μονογραφιών Peleus και του διεπιστημονικού περιοδικού Thetis (το οποίο δυστυχώς ανέστειλε τη λειτουργία του) επιμελήθηκε πλήθος βιβλίων και άρθρων για την Ελλάδα και την Κύπρο. Το 2000 τιμήθηκε από την Ελληνική Δημοκρατία με τον Χρυσό Σταυρό του Τάγματος του Φοίνικα.

Ο Χάιντς Ρίχτερ υπήρξε, επίσης, ένας από τους λίγους ξένους επιστήμονες που με θέρμη προσπάθησαν με εκτεταμένη αρθρογραφία και παρουσία στα γερμανικά μέσα ενημέρωσης να αποδομήσουν αρνητικές και προκατασκευασμένες αντιλήψεις για τη σύγχρονη Ελλάδα και την Κύπρο. Ηταν ένας από τους πρώτους μεταξύ Ελλήνων και ξένων ερευνητών που ασχολήθηκε επιστημονικά με ζητήματα ταμπού για δεκαετίες (Κατοχή, Εμφύλιος), αδιαφορώντας για τις αντιδράσεις που κατά καιρούς αντιμετώπισε. Με τις μελέτες του συνέβαλε σημαντικά στην ανάδειξη του φαινομένου της ΕΑΜικής Αντίστασης. Τη δεκαετία του 1970 διαφώνησε ανοιχτά με τον αμφιλεγόμενο αναθεωρητή ιστορικό Ερνστ Νόλτε (Ernst Nolte) για τον χαρακτήρα της δικτατορίας του Μεταξά, την οποία αντιμετώπιζε ως μια μικρογραφία του Τρίτου Ράιχ.

Ασχολήθηκε πολύ με την ελληνική πολιτική κουλτούρα και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Υπήρξε απόλυτος στον χαρακτηρισμό των διώξεων των Ελλήνων Ποντίων ως γενοκτονία, την οποία θεωρούσε ανάλογης βαρύτητας αυτής των Αρμενίων αλλά και σφόδρα επικριτικός στην πολιτική του Βενιζέλου στη Μικρά Ασία, την οποία έκρινε αφελή και λανθασμένη. Εκτεταμένη ήταν η ενασχόλησή του με το ελληνικό και κυπριακό κομμουνιστικό κίνημα. Στη σύγκριση των ελληνικών κομμουνιστικών κομμάτων (ΚΚΕ εσωτερικού και ΚΚΕ) φαίνεται, ωστόσο, ότι επηρεάστηκε υπέρ το δέον από τη στενή φιλία που διατηρούσε με τον Λεωνίδα Κύρκο. Ιδιαίτερα και υπέρμετρα επικριτικός υπήρξε επίσης για τον ρόλο των Βρετανών στην Ελλάδα τη δεκαετία του 1940 και στην Κύπρο καθ’ όλη τη διάρκεια της βρετανικής αποικιοκρατίας. Σύμφωνα με τον Ρίχτερ, οι Βρετανοί ευθύνονται κυριότατα, αν όχι αποκλειστικά, τόσο για τον ελληνικό εμφύλιο όσο και για το κυπριακό πρόβλημα.

Στα σημαντικότερα βιβλία του συγκαταλέγονται μεταξύ άλλων (αναφέρονται εδώ τα μεταφρασμένα στα ελληνικά): «1936-1946. Δύο επαναστάσεις και αντεπαναστάσεις στην Ελλάδα» (Αθήνα: Εξάντας, 1975), «Η επέμβαση των Αγγλων στην Ελλάδα. Από τη Βάρκιζα στον εμφύλιο πόλεμο, Φεβρουάριος 1945 – Αύγουστος 1946» (Αθήνα: Εστία, 2003), «Η Εθνική Αντίσταση και οι συνέπειές της» (Αθήνα: ΔΟΛ-Ελληνικά Γράμματα, 2009), «Ιστορία της Κύπρου Ι, 1878-1949» (Αθήνα: Εστία, 2007), «Ελλάδα 1915-1917 – Μέσα από τα ρωσικά αρχεία» (Αθήνα: Γκοβόστης, 2018), «Ο ελληνοτουρκικός πόλεμος 1919-1922. Από το όνειρο της “Μεγάλης Ιδέας” στη Μικρασιατική Καταστροφή» (Αθήνα: Γκοβόστης, 2020), «Ο Ελληνισμός στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Εκτοπισμοί, διωγμοί και ξεριζωμός, 1913-1923» (Αθήνα: Γκοβόστης, 2023).

Εν αντιθέσει με άλλους ιστορικούς που καταπιάστηκαν με τη σύγχρονη Ελλάδα και Κύπρο, ο Χάιντς Ρίχτερ κατόρθωσε να υπερβεί πολύ νωρίς το εμπόδιο της γλώσσας και της προσβασιμότητας των πηγών. Η γνώση των ελληνικών αλλά και της ελληνικής και κυπριακής κουλτούρας, του επέτρεψε να αποφύγει δύο λάθη που κάνουν συνήθως ξένοι επιστήμονες που καταπιάνονται με ζητήματα ελληνικής ιστορίας και πολιτικής: Το πρώτο λάθος, που προκύπτει από την άγνοια των ελληνικών πηγών, είναι συνήθως η επανάληψη ή υιοθέτηση θέσεων και αναλύσεων που έχουν ήδη αναπτύξει Ελληνες επιστήμονες, που οι ξένοι τις μαθαίνουν μέσα από ξενόγλωσσες δημοσιεύσεις Ελλήνων. Το δεύτερο και σημαντικότερο λάθος που απέφυγε με επιμέλεια είναι ότι δεν εξήγαγε ποτέ συμπεράσματα, τα οποία αντανακλούν εννοιολογικές αναπαραστάσεις που αντλούν το περιεχόμενό τους από τις πολιτικές και πολιτιστικές πρακτικές άλλων χωρών.

Κάποιες από τις θέσεις του Ρίχτερ, για παράδειγμα για τα γερμανικά αντίποινα στην Κρήτη και το κατοχικό δάνειο, είχαν απασχολήσει (αρνητικά) τα τελευταία χρόνια την κοινή γνώμη και προκάλεσαν ποικίλες αντιδράσεις. Παρά την οξύτατη κριτική που δέχτηκε, συνέχιζε να μελετά –μέχρι πρόσφατα– με πάθος τη σύγχρονη ελληνική ιστορία και πολιτική, καλύπτοντας με το ογκώδες έργο του ένα βιβλιογραφικό κενό, ιδιαίτερα στον γερμανόφωνο χώρο. Επίσης, πίστευε ότι οι ιστορικοί πρέπει να γράφουν για το ευρύ κοινό, και «όχι για τους συναδέλφους τους», σε απλή και κατανοητή γλώσσα.

Προσπάθησε δε να εφαρμόζει πάντα πιστά αυτό που είπε ο Τζορτζ Όργουελ για τον ελεύθερο άνθρωπο: «Πραγματικά ελεύθερος είναι αυτός που λέει αυτό που οι άνθρωποι δεν θέλουν ν’ ακούσουν και αποσιωπά αυτό που οι άνθρωποι θέλουν να ακούσουν».

* Ο κ. Στράτος Ν. Δορδανάς είναι επίκουρος καθηγητής, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας ΑΠΘ.
Ο κ. Βάιος Καλογρηάς είναι διδάκτωρ Ιστορίας του Πανεπιστημίου Μάιντς και συνεργάτης του δημοτικού αρχείου της πόλης Ασάφενμπουργκ.
Ο κ. Νίκος Παπαναστασίου είναι επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του ΕΚΠΑ.
Ο κ. Ανδρέας Στεργίου είναι καθηγητής στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Kathimerini.gr

Πρόσωπα: Τελευταία Ενημέρωση